Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.
Junichiro Tanizaki
6.11.19
Spark(s) and Sparkle(s)
Νομίζω ότι τον τελευταίο καιρό συχνά πυκνά αναζητάς τη χαμένη λάμψη
Ή τη σπίθα που άναβε τη φωτίτσα και την έκανε να λάμπει.
Δικό σου το πρόβλημα μικρή, δική σου κι η αναζήτηση της λύσης του...
6.9.18
Natasha
Όλα αυτά
τα χρόνια πέρασαν πιστεύοντας πως η Νατασσία ήταν ένα κορίτσι, μια γυναίκα, μια
μαμά άχρωμη, άγευστη και άοσμη. Όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν πιστεύοντας πως σ’ όλες
τις αναμνήσεις της πρωταγωνιστούσε ο μπαμπάς, κάθε κορίτσι εξάλλου που σέβεται
τον εαυτό του είναι το κορίτσι του μπαμπά του, έτσι δε λένε; Κι η Νατασσία δεν
ήταν καθόλου εντυπωσιακή, καθόλου ζωηρή, καθόλου επιδεικτική, χώρια που δεν
είχε καταφέρει να μάθει γαλλικά κι ας είχε γαλλίδα νταντά σε μια οικογένεια που
όλοι ήταν με τα γαλλικά τους (αλλά χωρίς πιάνο), δεν ήξερε ξεκαρδιστικά αστεία
ούτε είχε βραβευθεί από την Διάπλασι των παίδων όπως η δική της μαμά, κι αν
είσαι κορίτσι αγοροκόριτσο και πύρκαυλος τοξότης όλα τα παραπάνω είναι αν όχι
αιτία πολέμου, αιτία αδιαφορίας σίγουρα.
Μέχρι
που ένα απόγευμα σ’ ένα καφέ της παρηγοριάς για κάποιον που έφυγε, έμαθες πως
αυτή, η βαρετή Νατάσσα που θυμόσουν, λίγο καιρό πριν εσύ ανοίξεις για πρώτη
φορά τα μάτια σου, ήταν η ψυχή της παρέας. Μιας παρέας στον Πειραιά του τέλους
των 50ς που κάθε βράδυ μαζευόταν σε κάποια από αυτές τις παλιές μονοκατοικίες
κι έκαναν πάρτι κι εκεί, η Νατάσσα, η δική σου Νατάσσα χόρευε ξέφρενα
ροκεντρόλλ, και όλοι – όσοι απέμειναν τουλάχιστον – θυμούνται πως χόρευε
καλύτερα απ’ όλους, και έκανε κι αυτή τη φανταστική φιγούρα που μετά από τη
στροφή περνάς κάτω από τα πόδια του παρτεναίρ σου παρακαλώ, ναι, αυτό που
δεκαεφτά χρόνια μετά προσπάθησες να κάνεις κι εσύ όταν είδες το grease
και το κατάφερες,
οκ, αλλά δεν είσαι εσύ το θέμα μας μικρό εγωκεντρικό ινδιανάκι, αλλά Αυτή,
χώρια που έμαθες ότι η ίδια Αυτή, η δική σου Νατάσσα, η δική σου μαμά, ήταν
– bold
and
underlined
- η ψυχή της παρέας, κι ήταν πάντα γελαστή και γεμάτη ζωή και φυσικά
πανέμορφη-καλά, αυτό δεν το αμφισβήτησε ποτέ κανείς-κι όταν το’ μαθες από τον
Δημήτρη τον Δρίτσα ήταν κάτι σαν epiphany και είδες τον κόσμο με άλλα
μάτια, είδες την Νατάσσα με άλλα μάτια, γιατί, αυτό που δεν είχες μπορέσει όλα
αυτά τα χρόνια να καταλάβεις ήταν πως η Νατάσσα δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα
κορίτσι που χόρευε ροκεντρολλ, δεν έπαψε ποτέ να έχει φωτιά μέσα της, είχε όμως
ένα πολύ σοβαρό ρόλο να φέρει εις πέρας, να είναι η μαμά σου, και η μαμά της Α.,
και η μαμά του Γ., και η σύζυγος του Μ. κι όλο αυτό το λούνα πάρκ που ήσουν εσύ
κι ο μπαμπάς σου έπρεπε να το κρατάει μέσα σε κάποια όρια, αλλιώς η φωτιά όλων μας,
αυτής περιλαμβανομένης θα θέριευε και θα μας έκαιγε, και καλά θα κάνεις να
καείς στις τύψεις σου και να την βάλεις στην θέση που της αξίζει, που της άξιζε
όλα αυτά τα χρόνια της δικής σου συναισθηματικής απέναντί της ανομβρίας γιατί τελικά
ήταν η τέλεια μαμά, όχι μόνο συγκρινόμενη με άλλες μαμάδες Θού Κύριε, αλλά η
καλύτερη μαμά γενικώς.
25.6.18
Στα σύννεφα
Πίσω απ τα κλειστά πατζούρια, αυτό το αναρχικό
καλοκαιριάτικο απόγευμα που σε πείσμα του ημερολογίου τα σύννεφα κάνουν τον
ουρανό της Αθήνας λιγότερο σκληρό και τη ζέστη του τσιμέντου λιγότερο βάναυση, αναρωτιέται
αν υπάρχει μόνο ότι βλέπει ή μόνο ότι αγγίζει - είναι η όραση αφή ή η αφή
όραση; Πόση αναρχία υπάρχει σ’ ένα αδηφάγο άγγιγμα και πόσος αισθησιασμός σ’
ένα αδηφάγο βλέμμα; Η εικόνα είναι αυτή που σηκώνει όλο το συναισθηματικό βάρος
της ύπαρξής της; Κι η ακοή; Η φωνή που τυλίγεται σα χάδι γύρω απ το λαιμό,
προστατευτικά, απειλητικά, διεγερτικά-αλλιώς όταν είναι μόνη, αλλιώς όταν είναι
ανάμεσα στους Άλλους, ή όταν χάνεται στην αγκαλιά του, αυτή δεν παίζει κανένα
ρόλο; Ουφ! Βαρέθηκε την αναρώτηση-υπάρχει μια λέξη που κρύβει μέσα της την ικανοποίηση
όλων των αισθήσεων: Η μουσική είναι αντίσταση και όραμα. Η μουσική είναι έρωτας
και αναρχία, αγάπη και πόλεμος, είναι η χειροβομβίδα που περιμένεις να σκάσει
στο χέρι σου για να βρεθείς στον Παράδεισό σου μια ώρα γρηγορότερα και το player περιμένει
ανυπόμονα
20.6.18
Τετερίκος
19.6.18
A Few Feet Away
Τότε, τον πρώτο καιρό στο κουκλόσπιτο, ήταν κάτι σαν άσκηση ετοιμότητας: να χωρέσουν δυό άνθρωποι, δύο ζωές που αν τις άθροιζες ήταν πάνω από ένας αιώνας αναμνήσεων, εικόνων, εμπειριών, λαθών και ομορφιάς, μερικές χιλιάδες δίσκοι, λιγότερα βιβλία, αλλιώς θα μιλούσαμε για ουτοπία κι όχι κουκλόσπιτο, κι όλα αυτά μαζί με τα απαραίτητα της τεχνολογίας και τον υποστηρικτικό εξοπλισμό! Χωρέσανε μια χαρά, η φράση "θέλω λίγο χρόνο για να συσκεφθώ με τον εαυτό μου" ή "θέλω λίγο χώρο ν' ανασάνω" έγινε το ανέκδοτό μας, ειρωνικά ανασηκωμένο φρύδι για όσους δεν συμφιλιώνονταν με τα χιλιοστά που σε χώριζαν από τον άλλο που κάποτε λεγόταν αγαπημένος-ουσιαστικό ή επίθετο "ουδέτερο" - το γένος δεν είχε σημασία όταν ο άλλος γινόταν απλά "ο Άλλος" και στο τέλος, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά, δεν ήταν τα χιλιοστά η αιτία, ούτε η αφορμή που το κουκλόσπιτο έγινε απλά τέσσερεις έρημοι τοίχοι και ως μόνοι κάτοικοι της προλεταριακής αυλίτσας απέμειναν η Τζένη, ο Μαρίνος και η Πέππα, τα δύο τελευταία δεν θα τα θυμόμουν χωρίς τη βοήθεια του μικρού τετραδίου που καταγράφουμε κάθε στιγμή που περνάμε με τον μικρό μας γαβριά, Μαρίνος και Πέππα όπως τα βάφτισε ο μικρός μας γαβριάς λοιπόν - όχι, δεν ήταν ο χώρος ή η έλλειψή του παρά αυτή η περιρρέουσα ατμοσφαιρα που σε τύλιγε και σ΄έπνιγε κι έτσι, βρεθήκαμε ξαφνικά να έχουμε "χώρο", και το κάθε τι βρήκε τη θέση του, και τα διπλά στερεοφωνικά, και τα εξτρα και δίδυμα σετ φόστεξ, και το πικάπ που το έσωσα από βέβαιο θάνατο αλλά, γκαντάμιτ δερ ιζ νο φαν έτσι, εφτά ή οχτώ μέτρα μακριά, ν' ακούω άλλη μουσική από σένα, να ρίχνω ρεμπάπια στον "αντίπαλο" χωρίς να μπορώ να το μοιραστώ μαζί σου, να περιφέρομαι ασκόπως στο διαδίκτυο, τίποτα δεν έχει τη γλύκα του δίπλα σου, κι αν δεν τα έχω μαζέψει να μετακομίσω γραφεία, υπολογιστές, και φόστεξ δεκαπέντε περίπου εκατοστά απ τα δικά σου είναι απλά γιατί όπου και να πάω, πάντα θα είμαι μόνο μερικά βήματα μακριά Σου
13.8.17
2.8.17
Διαγραφές
Πάρα πολλές αναρτήσεις έχουν διαγραφεί κατόπιν αιτήματος όχι χαρτοσεσημασμένου. Είναι παράξενο πως αυτό το γεγονός είχε διαγραφεί από τη μνήμη, ή μάλλον, δεν είναι καθόλου παράξενο, διαγράφεις ότι δεν θέλεις να θυμάσαι και δεν θέλεις να θυμάσαι ότι διαγράφηκαν με σκοπό να μην πληγώσουν και να μην δημιουργήσουν προβλήματα, βέβαια εσένα σε πλήγωσαν, αλλά πάει πιά, και σαν επισφράγιση της διαγραφής κάηκε κι ο σκληρός με τις φωτογραφίες, για τις σκέψεις ποιός νοιάζεται και τέλος πάντων αυτή η ατελείωτη μόνη φράση το μόνο που θέλει να συμβεί είναι να μας τελειώσουν κι οι αναμνήσεις από τα χανιά, τα φαλάσαρνα, τα φραγκοκάστελα, τα μύρθια, τα γαιδουρονήσια, που έρχονται τόσο συχνά στην επιφάνεια κι όπως το ένα παρελθόν θα έμενε πολύ καλά θαμμένο στο ντουλαπάκι του αν δεν ανασυρόταν έστω σπανίως μόνο και μόνο για να πει είμαι κι εγώ εδώ-το παρελθόν-δεν υπάρχει μόνο ένα παρελθόν αλλά υπάρχουν δύο παρελθόντα, αν δεν ήθελε απλώς να υπάρξει ως αντίβαρο λοιπόν, θα έμενε καλά θαμμένο κι ο κόσμος θα κοίταζε μόνο το τώρα, μόνο το αύριο, που το αύριο και το τώρα έχεις υποσχεθεί ότι θα φροντίσεις να είναι το καλύτερο (του)
27.7.17
Απέναντι από το Αγόρι
Την πρώτη φορά που τον συνάντησε, καθόταν δίπλα της. Και οι
δυό ήταν απέναντι από Το Αγόρι, κι αυτή δεν είχε μάτια παρά μόνο γι’ αυτό (Το
Αγόρι). Ήταν τότε που ο κοινός τους τόπος ήταν γεμάτος από δικούς τους, τότε
που όλοι είμαστε εκεί, με τις μουσικές μας, τις ταινίες μας, κοινές αγάπες,
κοινές αναφορές. Για την ιστορία - γιατί σήμερα το θέμα μας δεν είναι το κορίτσι,
ούτε Το Αγόρι - το κορίτσι περίμενε με αγωνία αυτή τη συνάντηση. Ήταν Νοέμβρης
κι είχε να το δει από εκείνο το απόγευμα στο άλσος απέναντι από το δημαρχείο. Ο
Μπένι Γκούντμαν τη συντρόφευε όσο γινόταν ακόμα πιο όμορφη, για να κάτσει
απέναντί του και να μην τον χορταίνει. Το ταξίδι στο Λονδίνο για τη συναυλία
του Tord Gustavsen ήταν μπροστά κι αυτή κρεμόταν απ’ τα χείλη του. Ξαφνικά,
ακούει μια γλυκειά, καθησυχαστική φωνή δίπλα της να της λέει: Να πας και στην
έκθεση του Τέρνερ στην Τέητ, είναι εκπληκτική. Αυτή, ήταν η πρώτη φορά που σε
άκουσε καλέ μου φίλε κι από τότε, όσες ακολούθησαν, δεν ήταν πολλές αλλά ήταν
καθοριστικές. Και πήγε στην Τέητ, και είδε τον Τέρνερ, και κανείς σας δεν ήταν
δίπλα της να της πει όσα δεν ήξερε… Τότε, λίγο πριν, σου είχαν πει, έξι μήνες.
Τόσο λένε τα στατιστικά ότι ζει όποιος διαγνωσθεί με μελάνωμα.
Προφανώς οι στατιστικολόγοι δεν είχαν υπολογίσει τον παράγοντα
Ε. Τον Ε που ήταν αγωνιστής απ’ την κούνια του. Τον Ε που δεν θα παραδινόταν
ποτέ αμαχητί ούτε στον πιο δυνατό εχθρό του. Τον Ε που ήταν ένας φάρος που
φώτιζε οποιονδήποτε βρισκόταν έστω και για μια στιγμή δίπλα του. Που θυμόταν απ’
έξω κάθε γραμμή απ’ τα χιλιάδες βιβλία που είχε διαβάσει, που ήξερε τόσο καλά
τον Mozart όσο και τον Ry Cooder,
που λάτρευε τις ταινίες του Αιζενστάϊν αλλά είχε δει και τα πιο παράξενα B movies, που λάτρευε τον Τσε
και τη Ρόζα, αλλά αν εσύ λάτρευες την Αγκάθα Κρίστι θα ανακάλυπτες ότι και γι
αυτή ήξερε περισσότερα από σένα και ήταν πάντα πρόθυμος να μοιραστεί την αγάπη
του . Που ήταν απλώς, και με δυό λόγια ένας από τους πιο ευγενικούς ανθρώπους
που πέρασαν από αυτόν τον κόσμο.
Από τότε, από αυτήν την πρώτη φορά, πέρασαν οχτώ ολόκληρα
χρόνια. Οι στατιστικές διαψεύδονταν μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, το ταξίδι
των ονείρων του στην τελευταία σοσιαλιστική χώρα έγινε πραγματικότητα, η
Κατερίνα του ήταν ο βράχος δίπλα στο βράχο. Κι άλλα βράδια ήρθαν σαν εκείνο το
πρώτο βράδυ του Νοέμβρη. Το I,
flathead και το Chanson des Mers Froids θα τα κρατάει το κορίτσι σαν κόρη οφθαλμού, αλλά στην ουσία δεν
χρειάζεται τίποτα να κρατάει για να της τον θυμίζει, για να τους τον θυμίζει,
γιατί άνθρωποι σαν τον Ε. δεν ξεχνιώνται ποτέ. Εκείνο το βράδυ στα βοτσαλάκια,
τότε που είχε φτιάξει μια ωραία κοτσίδα για τα μάτια του Αγοριού, ο Ε. της μίλησε
για τον πατέρα του, για τους αγώνες του, για την πίστη του στο Κόμμα, κι όσο κι
αν διαφωνούσε μαζί του γιατί δεν πίστευε πως ένας άνθρωπος με τόσο ανοιχτούς
ορίζοντες δεν έβλεπε πόσο στενόμυαλο ήταν αυτό στο οποίο πίστευε, όσο κι αν
διαφωνούσε λοιπόν, δεν μπορούσε παρά να δακρύσει κι αυτή μαζί του. Και να
αφεθεί να της μιλάει για τον Άρη, έτσι όπως της μιλάει και το δικό της αγόρι,
Το Αγόρι, και δακρύζει κι Αυτό, και τέλος πάντων όλοι δακρύζουν για τον Άρη, κι
αυτή θεωρεί πως είναι τυχερή κατά κάποιο τρόπο που μεγάλωσε σε μια συντηρητική
οικογένεια κι όταν κρυφά έπαιρνε τον οδηγητή-γιατι κάθε έφηβη που σέβεται τον
εαυτό της πρέπει να παίρνει τον Οδηγητή στη δεκαετία του 70-τον διάβαζε κι
έλεγε Θέ μου τι στόκοι είναι αυτοί, κι έτσι το μυαλό της ήταν αρκετά καθαρό για
να γίνει με τα χρόνια μια αριστερή με ερωτηματικά και να μπορεί να δακρύζει κι
αυτή για τον άρη, που αυτοί (οι στόκοι) τον θεώρησαν προδότη γιατί διαφώνησε με
Το Κόμμα (τα κεφαλαία δικά τους, των στόκων) . Γειά σου Άρη, φώναξε δακρυσμένος
κάποια φορά ο Ε. κι αυτό είναι επισήμως καταγεγραμμένο κι αυτή δεν ξέρει τι να
πει και τι να γράψει τώρα που ο Ε. κουράστηκε πιά να παλεύει, αλλά θέλει ν’ αφήσει
εδώ ένα σημαδάκι για τον Ε., αλλά όπως συμβαίνει συνήθως, για αυτούς τους ανθρώπους,
ενώ νιώθεις τόσο πολλά, όταν πρέπει να πεις, σου φαίνονται τόσο λίγα, και τόσο
κοινότυπα, τέλος πάντων, το κορίτσι και η Κατερίνα του, είναι τα πιο τυχερά
κορίτσια στον κόσμο γιατί και οι δύο, είχαν στη ζωή τους η καθεμιά το καλύτερο
Αγόρι του κόσμου, που το λάτρευαν, το θαύμαζαν που τις λάτρευε, που τις θαύμαζε,
και γι αυτό και μόνο, αξίζει να ζεις.
Cya
30.3.16
ο δικός μας κώδικας
σε μερικά χρόνια ο δικός μας κώδικας μικρέ μου Γαβριά δεν θα υπάρχει
θα τον κρατήσω για πάντα μέσα στο μυαλό μου, μαζί με το χαμόγελό σου που φωτίζει κάθε στιγμή που σε σκέφτομαι και κάθε στιγμή που σε βλέπω
μαζί με τη φωνή σου, που δεν χρειάζεται να την ακούω, γιατί πολύ απλά είναι μια από τις δύο μουσικές που δεν φεύγουν ποτέ απ' το μυαλό μου
να μου λες,
είμαι φουρλαΐδας, γιατί γυρίζω σα σβούρα και μιλάω πολύ
να μου λες
θέλω σαλάαατα σήζαρς και φάμπουργκερ
να μου λες
τατατάκια και τσικότο
να μου ζητάς
ματαρόνια τιμά
να σου κάνει
ζισάκ και να ξεκαρδίζεσαι
να σου κάνει
καρυδάκι και να φωνάζεις
να θυμώνεις στη μαμά σου που δεν αφήνει τα μομόνια να πέσουν για να τα μαζέψεις
να είσαι
φαγάνας γιατί είσαι ο Χάρχας
να είσαι
αλάνι α μπούμπα και μικρο λαμόγιο
να γίνεις
αστροναύτης να πας στη σελήνη και
πιλότος μαχητικού και
μανάβης
να βγαίνεις στο μπαλκόνι σου και να φωνάζεις σαν άλλος Ρωμαίος την Λυδία σου
και, ξέρεις κάτι;
θέλω κι άλλα....
και θέλω να είσαι πάντα "διαμαρτυρόμενος" για ένα καλύτερο αύριο, όπως σ' αυτήν, την καλά κρυμμένη απ' τα μάτια των άπιστων φωτογραφία
θα τον κρατήσω για πάντα μέσα στο μυαλό μου, μαζί με το χαμόγελό σου που φωτίζει κάθε στιγμή που σε σκέφτομαι και κάθε στιγμή που σε βλέπω
μαζί με τη φωνή σου, που δεν χρειάζεται να την ακούω, γιατί πολύ απλά είναι μια από τις δύο μουσικές που δεν φεύγουν ποτέ απ' το μυαλό μου
να μου λες,
είμαι φουρλαΐδας, γιατί γυρίζω σα σβούρα και μιλάω πολύ
να μου λες
θέλω σαλάαατα σήζαρς και φάμπουργκερ
να μου λες
τατατάκια και τσικότο
να μου ζητάς
ματαρόνια τιμά
να σου κάνει
ζισάκ και να ξεκαρδίζεσαι
να σου κάνει
καρυδάκι και να φωνάζεις
να θυμώνεις στη μαμά σου που δεν αφήνει τα μομόνια να πέσουν για να τα μαζέψεις
να είσαι
φαγάνας γιατί είσαι ο Χάρχας
να είσαι
αλάνι α μπούμπα και μικρο λαμόγιο
να γίνεις
αστροναύτης να πας στη σελήνη και
πιλότος μαχητικού και
μανάβης
να βγαίνεις στο μπαλκόνι σου και να φωνάζεις σαν άλλος Ρωμαίος την Λυδία σου
και, ξέρεις κάτι;
θέλω κι άλλα....
και θέλω να είσαι πάντα "διαμαρτυρόμενος" για ένα καλύτερο αύριο, όπως σ' αυτήν, την καλά κρυμμένη απ' τα μάτια των άπιστων φωτογραφία
18.11.15
Indian ('s) Summer
Το καλοκαίρι της ενηλικίωσης στην Μεσογγή, ήταν αυτό που κοινότυπα θα λέγαμε ανέμελο.
Σχεδόν - έτσι όπως το βλέπω από απόσταση σήμερα - ψυχεδελικό.
Ο χρόνος ήταν μια έννοια που δεν προσπάθησε καμμιά μας να ερμηνεύσει, υπήρχε μόνο το αλάτι που ποτέ δεν ξεπλέναμε από πάνω μας, η Αλίκη κι εγώ.
Υπήχαν τα μακριά φορέματα από σχεδόν διάφανη γάζα, μεταχρονολογημένη χιπίλλα, μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες, μπλεγμένα κοτσίδες, ατέρμονες συζητήσεις με "τ' αγόρια" των οποίων το αντικείμενο μάταια πασχίζω να επαναφέρω στη μνήμη.
Ο Alfonso d' Amora εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά, μέσα σ' ένα ταλαιπωρημένο ρενώ κατρ ελ ή ρενωκατρελ ή Renault 4L, όπως προτιμάτε, του φίλου του Philippo, επ' ουδενί Pipo, ο οποίος ερωτεύθηκε την Αλίκη. Ο Alfonso, δεν νομίζω να ερωτεύθηκε εμένα, που τότε, έτσι κι αλλιώς ήμουν ερωτευμένη με τον Άρη - που δεν ήταν στο σκηνικό της Κέρκυρας καθότι είχε ξεμείνει στη Γλυφάδα - ήταν όμως όμορφος σαν τον Fabio Testi και ξεπεσμένος ιταλός αριστοκράτης, γιός μιας προ αμνημονεύτων φιλικής οικογένειας, όπως τότε η γιαγιά θυμήθηκε με κάθε λεπτομέρεια κάτι που αδυνατώ να κάνω εγώ σήμερα, και άφραγκος ταξιδιώτης πεινασμένος μέχρι θανάτου!!
Έτσι ήταν τότε, ήσουν 17-18, άντε είκοσι, γιατί τώρα που το ξανασκέφτομαι αυτοί ήταν φοιτητές κι οδηγούσαν κι όλας, δεν οδηγείς νομίζω στα 17 σου, έπαιρνες το αυτοκίνητο και δυό κασέτες και το φέρι από την Ανκόνα που σε ξέβραζε στην Πόλη, άφραγκος, άπλυτος, κούκλος, κοιμόσουν στο κατρέλ, κι αν ήσουν και τυχερός έπεφτες πάνω στους φίλους των γονιών σου και σε αναλάμβαναν, κι έτσι χόρταινες ψαράκι και κεφτέδες, τέτοιους κεφτέδες σαν αυτούς που έκανε η γυναίκα του Σταμάτη του Παλληκύρα δεν νομίζω να έχω ξαναφάει ποτέ μου, λυπάμαι που το λέω και κυρίως λυπάμαι για τα μαγειρικά μου skills που είναι φοβερά, αλλά δεν φτάνουν τους κεφτέδες που λέγαμε....
Μουσικά, τώρα που το φέρνω στο μυαλό μου και με όσα μέχρι σήμερα έχω ακούσει, είμαστε εντελώς Prog και εντελώς mainstream: τα άπαντα των Pink Floyd και, εντελώς ενστικτωδώς, King Crimson αλλά δεν μας διασώζει αυτό γιατί, όπως προείπα ήταν ενστικτωδώς κι όχι γιατί καταλαβαίναμε την μεγαλοφυΐα του Fripp, οι Stones υπήρχαν με το Angie σχεδόν αποκλειστικά και συγχώρεσέ μας γιατί, είμαστε 17 κι έπρεπε να ερωτευθούμε, έπρεπε να κολλήσουμε τα κορμιά μας την ώρα που χορεύαμε, να κλείσουμε τα μάτια και να χαϊδέψουμε τα μακριά μαλλιά, το λαιμό , να φιληθούμε, κι αυτά δεν τα κάνεις με το paint it black, αλλά με το Epitaph, 11λεπτο τρανς, το wish you were here, τέλος πάντων, αυτοί είμαστε, τόσα ξέραμε και, κυρίως, στη Μεσσογή του εβδομήνταφεύγα, δεν μπορείς - ούτε καν τώρα- να έχεις τρελλές απαιτήσεις. Shine on you crazy diamond λοιπόν και ξερό ψωμί. Τα κορίτσια ποτέ δεν ξέρουν αρκετά. ποιός θα μιλήσει σ' ένα κορίτσι για τον Syd και τον Jim? πως να μπει στο μυαλό του, να χαθεί στις παραισθήσεις του, να φαντασιωθεί τις φαντασιώσεις του; πως ν' αφεθεί να καταστραφεί παρέα με Τον Θεό, να κατρακυλήσει σε μεθυσμένα όνειρα και σε νύχτες οργιαστικές-μπορεί; δε μπορεί. το μόνο που μπορεί είναι να περπατήσει ξυπόλυτη γυαλό γυαλό μέχρι του μπούκαρη μ' ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι, τον αλφόνσο, τον φιλίππο, την αλίκη, τον σπύρο και την αναμπέλλα, έτσι, χωρίς λόγο....
1.9.15
Jane D’aw
Η Jane D’aw είναι
ένα κορίτσι σχεδόν σαν όλα τα’ άλλα.
Ένα κορίτσι που είχε όνομα, είχε στιγμές που είχε ζήσει κι
είχαν περάσει, είχε στιγμές που ζούσε την κάθε ώρα, την κάθε μέρα, είχε στιγμές
που ήθελε να ζήσει στο αύριο, αν υπάρξει αύριο….
Η Jane D’aw ήταν ένα κορίτσι σχεδόν σαν όλα τα’ άλλα.
Ένα κορίτσι που ζούσε ανάμεσά μας, στη μεγάλη, γκρίζα πόλη,
περπατούσε στους ίδιους δρόμους με σένα, με μένα, αγάπησε, αγαπήθηκε….
Είχε όνειρα, μα κανείς, ποτέ, δεν την ρώτησε ποια ήταν τα
όνειρά της…
Είχε γονείς, μα κανείς ποτέ δεν τη ρώτησε ποιοι είναι, αν
ζουν ή έχουν πεθάνει…
'Είχε παιδιά, μα κανείς ποτέ δεν τη ρώτησε αν είναι αγόρια ή
κορίτσια, αν είναι μικρά ή μεγάλα, αν έχουν κι αυτά τα δικά τους όνειρα..
Η Jane D’aw πέρασε
απ τη μεγάλη πόλη σαν ένα μοναχικό σύννεφο. Όταν θα φύγει, απλά, πολύ απλά, το σύννεφο θα
εξαερωθεί, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ
28.8.15
I see a red door and I want to paint it black
No colours anymore I want them to turn black....
"Ο Βασιλιάς" γράφει διακόσια χρόνια πριν ο Βίκτωρ Ουγκώ, "παραχωρεί στο λαό μόνο όσα ο Λαός έχει ήδη κατακτήσει"
κι όσοι πιστέψατε πως η πόρτα ήταν βαμμένη κόκκινη γελαστήκατε, πολύχρωμη ήταν και καλά θα κάνετε να μην ξεχνάτε πως η Επανάσταση παύει να είναι Επανάσταση όταν γίνει Εξουσία, αυτό δεν το είπε ο Ουγκώ αλλά το Αγόρι, κι αν πάλι πιστέψατε ότι αυτό που έγινε ήταν Επανάσταση, πάλι πλανάσθε πλάνην οικτράν, Επανάσταση γίνεται μόνο με Φωτιά και Τσεκούρι, αυτό το είπε ένας φίλος ή τουλάχιστον από αυτόν το άκουσε, βλέπετε έχει διάφορους φίλους που λένε διάφορα και έχει και μια μικρή κόκκινη ατζέντα γεμάτη σκονάκια, αυτό λοιπόν δεν ήταν Επανάσταση, ήταν έτσι, ένα μικρό κάτι τις για να ξεφύγουμε από το κατεστημένο βρε αδελφέ, να πούμε ένα όχι έτσι για να το πούμε, αλλά χωρίς να γδάρουμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι, και καλά το δαχτυλάκι ας το χάναμε, κανείς όμως δεν ήθελε να χάσει το αιφον του-κάτσε τώρα να δεις που θα φύγει η απλ από δω να δούμε ποιός θα σου κάνει σαπόρτ, την ταμπλέτα του παιδιού του - διότι βρες μου εσύ καλύτερη μπέιμπι σίτερ από την Πέπα την γουρουνίτσα, ενόσω τα άλλα γουρούνια αγωνίζονται να κατακτήσουν το οργουελικό ιδανικό τους, να είναι πιό ίσα από τα άλλα γουρούνια, να πάρει, αδικία είναι κάθε τι κακό να το παρομοιάζουμε με κάποιο ζώο, κρίμα κι άδικο για τα ζωάκια, ίσως θα έπρεπε να το αντιστρέψουμε, σκέψου τώρα να θες να πεις ότι το χοιρινό παχαίνει και να λες ότι ο κύριος-τρέχουν-τα τριγκυκερίδια-απ'-τα-μάτια-του (aka μπένι) παχαίνει-αντί να λες η εποχή των δεινοσαύρων να λες η εποχή των μητσοτάκηδων, κι έτσι, αφού κύλησαν οι μήνες μέσα σε αυταπάτες, ελπίδες, ψέμματα, αφού ήρθες κι ένιωσες τόσο προδομένος, τώρα λέει πρέπει να πας να κάνεις αυτήν την τρελλή αμερικανιά, να ανανεώσεις τους όρκους σου, για ένα καλύτερο αύριο, μια καλύτερη Ελλάδα, το κακό δεν είναι που αυτοί τα λένε, είναι που οι περισσότεροι τα πιστεύουν, άσε, φωτιά και τσεκούρι σου λέω και, μέχρι να έρθει η ώρα να πιάσει το τσεκούρι, γιατί όσο και να θέλει να είναι μπροστάρισα όταν συμβεί αυτό πρέπει πρώτα να συμβεί, μέχρι τότε λοιπόν, πάει να χαϊδέψει το βασιλικό της, να τον ποτίσει, να φουντώσει, για να φτιάξει ένα ακόμη υπέροχο πέστο πριν φύγει το καλοκαίρι....
"Ο Βασιλιάς" γράφει διακόσια χρόνια πριν ο Βίκτωρ Ουγκώ, "παραχωρεί στο λαό μόνο όσα ο Λαός έχει ήδη κατακτήσει"
κι όσοι πιστέψατε πως η πόρτα ήταν βαμμένη κόκκινη γελαστήκατε, πολύχρωμη ήταν και καλά θα κάνετε να μην ξεχνάτε πως η Επανάσταση παύει να είναι Επανάσταση όταν γίνει Εξουσία, αυτό δεν το είπε ο Ουγκώ αλλά το Αγόρι, κι αν πάλι πιστέψατε ότι αυτό που έγινε ήταν Επανάσταση, πάλι πλανάσθε πλάνην οικτράν, Επανάσταση γίνεται μόνο με Φωτιά και Τσεκούρι, αυτό το είπε ένας φίλος ή τουλάχιστον από αυτόν το άκουσε, βλέπετε έχει διάφορους φίλους που λένε διάφορα και έχει και μια μικρή κόκκινη ατζέντα γεμάτη σκονάκια, αυτό λοιπόν δεν ήταν Επανάσταση, ήταν έτσι, ένα μικρό κάτι τις για να ξεφύγουμε από το κατεστημένο βρε αδελφέ, να πούμε ένα όχι έτσι για να το πούμε, αλλά χωρίς να γδάρουμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι, και καλά το δαχτυλάκι ας το χάναμε, κανείς όμως δεν ήθελε να χάσει το αιφον του-κάτσε τώρα να δεις που θα φύγει η απλ από δω να δούμε ποιός θα σου κάνει σαπόρτ, την ταμπλέτα του παιδιού του - διότι βρες μου εσύ καλύτερη μπέιμπι σίτερ από την Πέπα την γουρουνίτσα, ενόσω τα άλλα γουρούνια αγωνίζονται να κατακτήσουν το οργουελικό ιδανικό τους, να είναι πιό ίσα από τα άλλα γουρούνια, να πάρει, αδικία είναι κάθε τι κακό να το παρομοιάζουμε με κάποιο ζώο, κρίμα κι άδικο για τα ζωάκια, ίσως θα έπρεπε να το αντιστρέψουμε, σκέψου τώρα να θες να πεις ότι το χοιρινό παχαίνει και να λες ότι ο κύριος-τρέχουν-τα τριγκυκερίδια-απ'-τα-μάτια-του (aka μπένι) παχαίνει-αντί να λες η εποχή των δεινοσαύρων να λες η εποχή των μητσοτάκηδων, κι έτσι, αφού κύλησαν οι μήνες μέσα σε αυταπάτες, ελπίδες, ψέμματα, αφού ήρθες κι ένιωσες τόσο προδομένος, τώρα λέει πρέπει να πας να κάνεις αυτήν την τρελλή αμερικανιά, να ανανεώσεις τους όρκους σου, για ένα καλύτερο αύριο, μια καλύτερη Ελλάδα, το κακό δεν είναι που αυτοί τα λένε, είναι που οι περισσότεροι τα πιστεύουν, άσε, φωτιά και τσεκούρι σου λέω και, μέχρι να έρθει η ώρα να πιάσει το τσεκούρι, γιατί όσο και να θέλει να είναι μπροστάρισα όταν συμβεί αυτό πρέπει πρώτα να συμβεί, μέχρι τότε λοιπόν, πάει να χαϊδέψει το βασιλικό της, να τον ποτίσει, να φουντώσει, για να φτιάξει ένα ακόμη υπέροχο πέστο πριν φύγει το καλοκαίρι....
4.8.15
28.7.15
Να βγαίνεις απ' το όνειρο
Κοιμήθηκα.
Ένα βράδυ καλοκαιριού, σε μια Αθήνα αλλόκοτη, ανήσυχη μαζί κι εφησυχασμένη, ήρεμη και οργισμένη, ατρόμητη και φοβισμένη, κι εγώ, σε μια μικρή αυλή μιας μικρής γειτονιάς, έγειρα στη δροσιά της δικής μου όασης, αποκαμωμένη από την υπόκωφη βία και βούτηξα στην άβυσσο του ασυνείδητου.
Ξύπνησα.
Σ' ένα κόσμο αλλιώτικο, ένα κόσμο χτισμένο λες απ' την αρχή, γεμάτο από μια παράξενη ενεργητικότητα. Λες και κάποιος είχε ποτίσει το σύμπαν με ένα άγνωστο διεγερτικό, παντού καινούργιες εικόνες, σχεδόν άγνωστες, να: ο κόσμος που δουλεύει για να παράξει. την τροφή του, τα ρούχα του, το αυτοκίνητό του, το τηλέφωνό του, το ψυγείο του, το χαρτί του, να παράσχει υπηρεσίες, να υποδεχτεί και να φιλοξενήσει, να διδάξει και να μάθει.
Ξύπνησα.
Σ' έναν κόσμο φτωχικό μα αυτάρκη, απαλλαγμένο από κάθε τι περιττό, σ' ένα κόσμο αναθεωρητή του τι είναι απαραίτητο, του τι είναι πλούτος, του τι είναι χρήσιμο, του τι είναι όμορφο.
Τίποτα δεν ήταν νέο και τίποτα δεν ήταν παλιό, απλές ιδέες και πράξεις που είχαμε ξεχάσει κι ανασύρθηκαν στις μνήμες μας από το μέλλον που είδαμε να έρχεται χωρίς να το έχουμε επιδιώξει, γνώσεις που χαρίζαμε σε άλλους κι αποφασίσαμε πως τις θέλουμε δικές μας, απλή γραμματική, αντικαθιστώ το εγώ με το εμείς, με το εσύ, με το μαζί, με το ρήμα μπορώ σε όλους τους χρόνους, με όλες τις φωνές, ενεργητική, παθητική, μέση, τη δική σου, τη δική μου, παιδιά παντού, παιδιά που δεν ήξεραν τι θα πει ταμπλέτα μα ήξεραν να χαϊδεύουν το χώμα, να βλέπουν το νέο καρπό να σκάει την άνοιξη, παιδιά που είχαν διαβάσει τον δον κιχώτη και το δέντρο που μεγαλώνει στο μπρούκλιν, τους αδελφοφάδες και το ανατολικά της εδέμ, τη σταχτοπούtα και τον τελευταίο των μοϊκανών, παιδιά που πέρναγαν τα βράδια τους με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στα χέρια τότε, τον πρώτο καιρό που το ηλεκτρικό, εισαγόμενο ακόμα ήταν πανάκριβο τις λίγες ώρες που το είχες, γέροι, γέροι βασανισμένοι μα ήρεμοι, στα χέρια ποιών δεν έχει και τόση σημασία, των παιδιών τους αν μπορούσαν, των καρντούλα μου αν μπορούσαν τα παιδιά τους, του κράτους, που το κράτος μπορούσε, και ήθελε, ήρεμοι γιατί κανείς πιά δεν τους εξανάγκαζε σε εξόντωση απ τις στερήσεις, κι εμείς όλοι, εμείς, αυτοί που οι αγορές ονόμαζαν παραγωγική και χρήσιμη ηλικία και την διατηρούσαν στη ζωή με τεχνητή αναπνοή, ναι, είμαστε παραγωγικοί, ποτέ δεν είμαστε άλλως τε κάτι λιγότερο, είμαστε μαχητές, είμαστε κουρασμένοι, είμαστε βρώμικοι ενίοτε, αλλά, είμαστε Δικοί μας.
Ξύπνησα.
Στ' αλήθεια. Στο σήμερα.
Προδομένη. Γιατί αποφάσισαν κάποιοι για μένα πως δεν μπορώ.
Αλλά εγώ μπορούσα. Μπορούσα.
Ένα βράδυ καλοκαιριού, σε μια Αθήνα αλλόκοτη, ανήσυχη μαζί κι εφησυχασμένη, ήρεμη και οργισμένη, ατρόμητη και φοβισμένη, κι εγώ, σε μια μικρή αυλή μιας μικρής γειτονιάς, έγειρα στη δροσιά της δικής μου όασης, αποκαμωμένη από την υπόκωφη βία και βούτηξα στην άβυσσο του ασυνείδητου.
Ξύπνησα.
Σ' ένα κόσμο αλλιώτικο, ένα κόσμο χτισμένο λες απ' την αρχή, γεμάτο από μια παράξενη ενεργητικότητα. Λες και κάποιος είχε ποτίσει το σύμπαν με ένα άγνωστο διεγερτικό, παντού καινούργιες εικόνες, σχεδόν άγνωστες, να: ο κόσμος που δουλεύει για να παράξει. την τροφή του, τα ρούχα του, το αυτοκίνητό του, το τηλέφωνό του, το ψυγείο του, το χαρτί του, να παράσχει υπηρεσίες, να υποδεχτεί και να φιλοξενήσει, να διδάξει και να μάθει.
Ξύπνησα.
Σ' έναν κόσμο φτωχικό μα αυτάρκη, απαλλαγμένο από κάθε τι περιττό, σ' ένα κόσμο αναθεωρητή του τι είναι απαραίτητο, του τι είναι πλούτος, του τι είναι χρήσιμο, του τι είναι όμορφο.
Τίποτα δεν ήταν νέο και τίποτα δεν ήταν παλιό, απλές ιδέες και πράξεις που είχαμε ξεχάσει κι ανασύρθηκαν στις μνήμες μας από το μέλλον που είδαμε να έρχεται χωρίς να το έχουμε επιδιώξει, γνώσεις που χαρίζαμε σε άλλους κι αποφασίσαμε πως τις θέλουμε δικές μας, απλή γραμματική, αντικαθιστώ το εγώ με το εμείς, με το εσύ, με το μαζί, με το ρήμα μπορώ σε όλους τους χρόνους, με όλες τις φωνές, ενεργητική, παθητική, μέση, τη δική σου, τη δική μου, παιδιά παντού, παιδιά που δεν ήξεραν τι θα πει ταμπλέτα μα ήξεραν να χαϊδεύουν το χώμα, να βλέπουν το νέο καρπό να σκάει την άνοιξη, παιδιά που είχαν διαβάσει τον δον κιχώτη και το δέντρο που μεγαλώνει στο μπρούκλιν, τους αδελφοφάδες και το ανατολικά της εδέμ, τη σταχτοπούtα και τον τελευταίο των μοϊκανών, παιδιά που πέρναγαν τα βράδια τους με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στα χέρια τότε, τον πρώτο καιρό που το ηλεκτρικό, εισαγόμενο ακόμα ήταν πανάκριβο τις λίγες ώρες που το είχες, γέροι, γέροι βασανισμένοι μα ήρεμοι, στα χέρια ποιών δεν έχει και τόση σημασία, των παιδιών τους αν μπορούσαν, των καρντούλα μου αν μπορούσαν τα παιδιά τους, του κράτους, που το κράτος μπορούσε, και ήθελε, ήρεμοι γιατί κανείς πιά δεν τους εξανάγκαζε σε εξόντωση απ τις στερήσεις, κι εμείς όλοι, εμείς, αυτοί που οι αγορές ονόμαζαν παραγωγική και χρήσιμη ηλικία και την διατηρούσαν στη ζωή με τεχνητή αναπνοή, ναι, είμαστε παραγωγικοί, ποτέ δεν είμαστε άλλως τε κάτι λιγότερο, είμαστε μαχητές, είμαστε κουρασμένοι, είμαστε βρώμικοι ενίοτε, αλλά, είμαστε Δικοί μας.
Ξύπνησα.
Στ' αλήθεια. Στο σήμερα.
Προδομένη. Γιατί αποφάσισαν κάποιοι για μένα πως δεν μπορώ.
Αλλά εγώ μπορούσα. Μπορούσα.
9.7.15
my passacaglia
Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιό μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να 'χει καρδιά.
Μα πιό μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο, θα την διαβάζουν τα παιδιά στα
σχολικά βιβλία, πλάϊ στα ονόματα των άστρων και τα
καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάϊ σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυό νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω πως τα στάχυα είναι χρυσά
κι απέραντα, γιατί σ' αγαπώ.
Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα
ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος
των ντουφεκισμένων.
Σ' όποιο μέρος της γης, σ' όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο..... εκεί θα σε περιμένω αγάπη μου!
το ποίημα είναι του Τάσου Λειβαδίτη
οι σταγόνες της δροσιάς πάνω στα φύλλα είναι απ' το δρόμο για τα Τρίκαλα Κορινθίας
οι στιγμές είναι δικές μου
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιό μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να 'χει καρδιά.
Μα πιό μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο, θα την διαβάζουν τα παιδιά στα
σχολικά βιβλία, πλάϊ στα ονόματα των άστρων και τα
καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάϊ σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυό νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω πως τα στάχυα είναι χρυσά
κι απέραντα, γιατί σ' αγαπώ.
Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα
ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος
των ντουφεκισμένων.
Σ' όποιο μέρος της γης, σ' όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο..... εκεί θα σε περιμένω αγάπη μου!
το ποίημα είναι του Τάσου Λειβαδίτη
οι σταγόνες της δροσιάς πάνω στα φύλλα είναι απ' το δρόμο για τα Τρίκαλα Κορινθίας
οι στιγμές είναι δικές μου
6.7.15
Back to the "future"
Πέρασαν χρόνια από τότε που έδωσε το Bruxelloφερμένο μαντήλι της στην άγνωστη στο παγκάκι στα Εξάρχεια.
Τα μάτια δεν ξέβαψαν, τα δάκρυα ήταν πιά δάκρυα αλλιώτικα, ο κόσμος όλος ήταν αλλιώτικος.
Το κορίτσι στο παγκάκι έγειρε το κεφάλι κι αποκοιμήθηκε.
Τέσσερα χρόνια μετά, σαν ξύπνησε, ξύπνησε σ' ένα κόσμο αλλιώτικο.
Φταίνε τα όνειρα;
όνειρα γεμάτα ψυχεδέλεια, όνειρα γεμάτα χρώματα, όνειρα γεμάτα μπάσο, ντραμς, αρμόνικες, παλαμάκια
όνειρα γεμάτα αγόρια με μακριά μαλλιά και κορίτσια με τις ανάκατες μπούκλες τους να πέφτουν στα όμορφα μάτια τους
όνειρα μεθυσμένα απ' το κρασί και τις μπύρες, βράδια κάτω απ' τ' αστέρια ή βράδια σε μια παλιομοδίτικη αυλή με βασιλικούς και δεντρολίβανα στο μουλέν ρουζ, καλιφόρνια ντρίμιν κι εγώ δεν ξέρω πόσους παραλλήλους ανατολικότερα.... ή μήπως δυτικότερα; ξερωγω; αν άραγε πάρεις τη γη ανάποδα το ανατολικότερα δεν μπορεί να ειναι και δυτικότερα, πάει τη χτύπησε το κρασί λιγάκι, την άκουσε κατα πως λέει ο crazy horse, o Richie Havens ψιθυρίζει freedom, freedom, ο κόσμος όλος έχει αλλάξει, μια φορά και κατ' εξαίρεσιν τα δύσκολα δεν έσπειραν διχόνοια, στα δύσκολα ο ένας είπε τον άλλον 'αδερφό' κι ας μας ειρωνεύονταν 'σύντροφους' προσπαθώντας να μας φορτώσουν τη δική τους ευθύνη, στα δύσκολα μοιράστηκες μαζί μου τα μακαρόνια σου, το γάλα του παιδιού σου, μοιράστηκα μαζί σου το ημερήσιο όριο ανάληψης στο ειτιεμ, την αναμονή στις ουρές, γελάσαμε μαζί με το σαστισμένο ύφος τους σαν έκλεισαν οι τράπεζες, τους φτύσαμε στα μούτρα την αγωνία τους "αν προλάβαμε να σηκώσουμε τα εξήνταευρώπούμάςαναλογούνγιάτήμέρα" γιατί εμείς έχουμε μάθει να περνάμε κι ένα μήνα με τα εξήντα ευρώ που μας περίσσευαν απ' το μισθό μας αφού βεβαίως μας είχαν παρακρατήσει το φόρο, ένα φόρο που με ένα μαγικό τρόπο εσύ, κλαμμένο λαμόγιο κατάφερνες πάντα να αποφεύγεις να πληρώνεις, κι ενώ θα μπορούσε να σου κουνήσει το δάχτυλο και να σου πει, πάρτα τώρα να δεις τη γλύκα, δεκάρα δε δίνει για σένα, της αρκεί που έχει τους φίλους της, τις φίλες της, το αγόρι της, τρία αγόρια είχε να δεις, έχασε το ένα, ξεστράτισε, δε της θυμίζει σε τίποτα το μικρό 'γούτο μέλε', κι όμως η απώλεια αυτή είχε ένα καλό, γιατί της έφερε πιό κοντά τη μικρή "Αστερίνα" , κι έχει λοιπόν το αγόρι της, Crazy Horse, Jeronimo, Eνζολωράς, τι σημασία έχει, αυτά κι άλλα τόσα δεν μπορούν να το περικλείσουν, κι έχει και το μικρό αγόρι 'χουίς μαζί, μόνοχ γιαγιά, μόνοχ'...και στα Fostex παρένθεση δεν ήταν τα φόστεξ που έκαναν τα μάτια της να λάμπουν χαζούλη, εσύ ήσουν, στα φόστεξ λοιπόν η Dutchess και ο Duke και το Reservoir Park είναι το σήμερα, ένα σήμερα που ξανάγινε σίξτις, και ξανάγινε σέβεντις γιατί μπορεί η μουσική να μην τελείωσε στα σέβεντις ήρθανε όμωςοι αγορές και τα fucked όλα γιατί είναι κυρία κι ελληνική λέξη είναι απείρως πιό καταστροφική για το image της, τα κάνανε που λες μαντάρα οι αγορές, ξεπουληθήκαμε στις τράπεζες, κι ενώ δεν έχει τίποτα με το μέλλον και την πρόοδο - κι ενώ δεν έχει τίποτα με το χρήμα, μια χαρά είναι τόσο.όσο. όσο να κάνει τη ζωή σου πιό όμορφη, νάχεις ναγοράζεις ένα βιβλίο, ένα δίσκο, δέκα δίσκους, τη Horch στην 1:43 μη τρελλαθούμε κι όλας, κι αυτήν την Tucker που δεν έχει βγάλει κανείς yet, και κορίτσι είναι κι όμορφα φορέματα θέλει αν και Το αγόρι μόνο στα μάτια θέλει να την κοιτάζει, τέλοσπάντων με την πρόοδο δεν έχουμε τίποτα, πρόοδος είναι και το cd, και το πισι αν δεν είχαμε πρόοδο αυτό εδώ το αλλοπαρμένο blog δεν θα υπήρχε, σιγά μην καθοταν να τα γράφει στο χέρι, λευκώματα, ημερολόγια στα χέρια μιας μικρής τσιρικάουα δεν κρατούσαν και πολύ, τα βαριόταν και ξέμπλεκε μαζί τους με συνοπτικές διαδικασίες, οι αγορές λοιπόν μας τσακίσανε, το σύστημα. κι έρχεται ο κάθε βλαμμένος και σου λέει δύο δρόμοι υπάρχουν: ο υπαρκτός θού Κύριε, το θου Κύριε δικό μου, και το να συμβιβαστείς με τις απαιτήσεις της αγοράς κι εδώ του λες αντε ρε στη δική μου ζωή υπάρχουν χρώματα, δεν υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, υπάρχουν λύσεις, υπάρχουν προσπάθειες, υπάρχουν χίλιοι τρόποι να συνυπάρξουν το αύριο με τον άνθρωπο, η πρόοδος με την ομάδα, η ύλη με το πνεύμα, αρκεί να θέλεις να τους βρεις, αρκεί να τολμήσεις να σηκώσεις το κεφάλι και να πεις δε θέλω, οι σειρήνες φίλτατε κατοικοεδρεύουν πλέον στη Μύκονο, εγώ λοιπόν δεν πάω Μύκονο-τελευταία φορά που πήγα ήταν κάπου στα '69 κι εκεί πάγωσα την εικόνα της, και δεν ακούω τις Σειρήνες, δεν ακούω ραδιόφωνο, πάνε χρόνια - τέσσερα για την ακρίβεια - που αποφάσισα ν' ακούω μόνο τη μουσική που επιλέγω εγώ, να βλέπω μόνο τις ταινίες που επιλέγω εγώ, να μοιράζομαι τη ζωή μου μόνο με τους ανθρώπους που επιλέγω εγώ και μη σου φανεί υπερφίαλο αυτό το μόνο εγώ, γιατί από ένα Υγιές εγώ μπορεί να ανθίσει το μεγαλύτερο Εμείς
Τα μάτια δεν ξέβαψαν, τα δάκρυα ήταν πιά δάκρυα αλλιώτικα, ο κόσμος όλος ήταν αλλιώτικος.
Το κορίτσι στο παγκάκι έγειρε το κεφάλι κι αποκοιμήθηκε.
Τέσσερα χρόνια μετά, σαν ξύπνησε, ξύπνησε σ' ένα κόσμο αλλιώτικο.
Φταίνε τα όνειρα;
όνειρα γεμάτα ψυχεδέλεια, όνειρα γεμάτα χρώματα, όνειρα γεμάτα μπάσο, ντραμς, αρμόνικες, παλαμάκια
όνειρα γεμάτα αγόρια με μακριά μαλλιά και κορίτσια με τις ανάκατες μπούκλες τους να πέφτουν στα όμορφα μάτια τους
όνειρα μεθυσμένα απ' το κρασί και τις μπύρες, βράδια κάτω απ' τ' αστέρια ή βράδια σε μια παλιομοδίτικη αυλή με βασιλικούς και δεντρολίβανα στο μουλέν ρουζ, καλιφόρνια ντρίμιν κι εγώ δεν ξέρω πόσους παραλλήλους ανατολικότερα.... ή μήπως δυτικότερα; ξερωγω; αν άραγε πάρεις τη γη ανάποδα το ανατολικότερα δεν μπορεί να ειναι και δυτικότερα, πάει τη χτύπησε το κρασί λιγάκι, την άκουσε κατα πως λέει ο crazy horse, o Richie Havens ψιθυρίζει freedom, freedom, ο κόσμος όλος έχει αλλάξει, μια φορά και κατ' εξαίρεσιν τα δύσκολα δεν έσπειραν διχόνοια, στα δύσκολα ο ένας είπε τον άλλον 'αδερφό' κι ας μας ειρωνεύονταν 'σύντροφους' προσπαθώντας να μας φορτώσουν τη δική τους ευθύνη, στα δύσκολα μοιράστηκες μαζί μου τα μακαρόνια σου, το γάλα του παιδιού σου, μοιράστηκα μαζί σου το ημερήσιο όριο ανάληψης στο ειτιεμ, την αναμονή στις ουρές, γελάσαμε μαζί με το σαστισμένο ύφος τους σαν έκλεισαν οι τράπεζες, τους φτύσαμε στα μούτρα την αγωνία τους "αν προλάβαμε να σηκώσουμε τα εξήνταευρώπούμάςαναλογούνγιάτήμέρα" γιατί εμείς έχουμε μάθει να περνάμε κι ένα μήνα με τα εξήντα ευρώ που μας περίσσευαν απ' το μισθό μας αφού βεβαίως μας είχαν παρακρατήσει το φόρο, ένα φόρο που με ένα μαγικό τρόπο εσύ, κλαμμένο λαμόγιο κατάφερνες πάντα να αποφεύγεις να πληρώνεις, κι ενώ θα μπορούσε να σου κουνήσει το δάχτυλο και να σου πει, πάρτα τώρα να δεις τη γλύκα, δεκάρα δε δίνει για σένα, της αρκεί που έχει τους φίλους της, τις φίλες της, το αγόρι της, τρία αγόρια είχε να δεις, έχασε το ένα, ξεστράτισε, δε της θυμίζει σε τίποτα το μικρό 'γούτο μέλε', κι όμως η απώλεια αυτή είχε ένα καλό, γιατί της έφερε πιό κοντά τη μικρή "Αστερίνα" , κι έχει λοιπόν το αγόρι της, Crazy Horse, Jeronimo, Eνζολωράς, τι σημασία έχει, αυτά κι άλλα τόσα δεν μπορούν να το περικλείσουν, κι έχει και το μικρό αγόρι 'χουίς μαζί, μόνοχ γιαγιά, μόνοχ'...και στα Fostex παρένθεση δεν ήταν τα φόστεξ που έκαναν τα μάτια της να λάμπουν χαζούλη, εσύ ήσουν, στα φόστεξ λοιπόν η Dutchess και ο Duke και το Reservoir Park είναι το σήμερα, ένα σήμερα που ξανάγινε σίξτις, και ξανάγινε σέβεντις γιατί μπορεί η μουσική να μην τελείωσε στα σέβεντις ήρθανε όμωςοι αγορές και τα fucked όλα γιατί είναι κυρία κι ελληνική λέξη είναι απείρως πιό καταστροφική για το image της, τα κάνανε που λες μαντάρα οι αγορές, ξεπουληθήκαμε στις τράπεζες, κι ενώ δεν έχει τίποτα με το μέλλον και την πρόοδο - κι ενώ δεν έχει τίποτα με το χρήμα, μια χαρά είναι τόσο.όσο. όσο να κάνει τη ζωή σου πιό όμορφη, νάχεις ναγοράζεις ένα βιβλίο, ένα δίσκο, δέκα δίσκους, τη Horch στην 1:43 μη τρελλαθούμε κι όλας, κι αυτήν την Tucker που δεν έχει βγάλει κανείς yet, και κορίτσι είναι κι όμορφα φορέματα θέλει αν και Το αγόρι μόνο στα μάτια θέλει να την κοιτάζει, τέλοσπάντων με την πρόοδο δεν έχουμε τίποτα, πρόοδος είναι και το cd, και το πισι αν δεν είχαμε πρόοδο αυτό εδώ το αλλοπαρμένο blog δεν θα υπήρχε, σιγά μην καθοταν να τα γράφει στο χέρι, λευκώματα, ημερολόγια στα χέρια μιας μικρής τσιρικάουα δεν κρατούσαν και πολύ, τα βαριόταν και ξέμπλεκε μαζί τους με συνοπτικές διαδικασίες, οι αγορές λοιπόν μας τσακίσανε, το σύστημα. κι έρχεται ο κάθε βλαμμένος και σου λέει δύο δρόμοι υπάρχουν: ο υπαρκτός θού Κύριε, το θου Κύριε δικό μου, και το να συμβιβαστείς με τις απαιτήσεις της αγοράς κι εδώ του λες αντε ρε στη δική μου ζωή υπάρχουν χρώματα, δεν υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, υπάρχουν λύσεις, υπάρχουν προσπάθειες, υπάρχουν χίλιοι τρόποι να συνυπάρξουν το αύριο με τον άνθρωπο, η πρόοδος με την ομάδα, η ύλη με το πνεύμα, αρκεί να θέλεις να τους βρεις, αρκεί να τολμήσεις να σηκώσεις το κεφάλι και να πεις δε θέλω, οι σειρήνες φίλτατε κατοικοεδρεύουν πλέον στη Μύκονο, εγώ λοιπόν δεν πάω Μύκονο-τελευταία φορά που πήγα ήταν κάπου στα '69 κι εκεί πάγωσα την εικόνα της, και δεν ακούω τις Σειρήνες, δεν ακούω ραδιόφωνο, πάνε χρόνια - τέσσερα για την ακρίβεια - που αποφάσισα ν' ακούω μόνο τη μουσική που επιλέγω εγώ, να βλέπω μόνο τις ταινίες που επιλέγω εγώ, να μοιράζομαι τη ζωή μου μόνο με τους ανθρώπους που επιλέγω εγώ και μη σου φανεί υπερφίαλο αυτό το μόνο εγώ, γιατί από ένα Υγιές εγώ μπορεί να ανθίσει το μεγαλύτερο Εμείς
5.7.15
Φτηνό άλλοθι
Φοβάσαι; Ναι. Φοβάμαι. Όπως πρέπει να φοβάται ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος.
Τρομάζεις; Όχι. Όχι. Δεν τρομάζω και δεν τους επιτρέπω να με τρομάξουν.
Δεν τους αφήνω να χρησιμοποιήσουν το μέλλον του παιδιού μου, των παιδιών σου, του μικρού μου Γαβριά σαν άλλοθι για να μας σπρώξουν ακόμη πιό βαθιά μέσα στο σκοτάδι.
Φτηνή δικαιολογία "το μέλλον των παιδιών μας" για να παίξουν τα παιχνίδια τους στις πλάτες μας.
Απειλούν πως θα 'ρθουν δύσκολες μέρες.
Κι εγώ σου λέω πως ναι. Δύσκολες. Και; Ο κόσμος από τη γέννηση του ζει δύσκολες μέρες.
Βρίσκεται να πολεμάει σε πολέμους που δεν αποφάσισε ο ίδιος.
Δίνει μάχες απ' τις οποίες δεν βγαίνει αλώβητος, πως το 'πε ο Βάρναλης, να σκοτώνοντ' οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ, πονάει, πεινάει, ματώνει, πεθαίνει.
Ο στρατιώτης δεν κερδίζει τη μάχη. Ούτε τον πόλεμο. Αυτόν, τον κερδίζουν οι μεγάλοι.
Ο στρατιώτης όμως, αν ζήσει, μπορεί να κερδίσει ένα πράγμα μόνο: το να μπορεί να πει στα παιδιά του 'έπραξα το σωστό".
Ποιός ορίζει το σωστό και το λάθος, ας ψάξει ο καθένας να το βρει στη συνείδησή του.
Ας ψάξει στα λεξικά να βρει τι σημαίνει η λέξη ήθος, η λέξη αξιοπρέπεια, η λέξη αγωνίζομαι, αγαπώ, μοιράζομαι, δίνω, πονάω.
Τι είναι καλό για το παιδί μου, θα ψάξω να το βρω με τον ίδιο τρόπο.
Ή μάλλον, το ξέρω. Ξέρω τι του χρειάζεται για "το καλό του" και το καλό του δεν είναι i pad από τα τρία, κινητό από τα εφτά, δύο αυτοκίνητα, τηλεόραση 3D και τρεις ντουλάπες ρούχα.
Ας έχει μια αλάνα να παίζει, να ματώνει τα γόνατα, φίλους να εμπιστεύεται, καλούς δασκάλους στα σχολεία, και δασκάλους να του μαθαίνουν όσα δεν διδάσκουν τα σχολεία, ας έχει ΕΝΑ, ναι, ένα βιβλίο για πυξίδα του κι αυτό ας είναι οι Άθλιοι, όχι πετσοκομένοι, εκατό καλά τραγούδια κι εκατό καλές ταινίες, gosh, πλάκα πλάκα ας έχει και ηλεκτρικό να μπορεί να τα ακούει βέβαια, ας μάθει να αγγίζει το χώμα, κι αν χρειαστεί να το καλλιεργεί, κι αν θέλει αυτός να γίνει πυρηνικός επιστήμονας θα βρει τον τρόπο....
Κι εύχομαι, το δικό μου παιδί να μπορούσε να σκεφτεί έτσι για το δικό του παιδί, το μικρό μου Gavroche.... κι ας ξέρω ότι δεν θα το κάνει.
Το αύριο θα είναι ζοφερό σε κάθε περίπτωση. Εγώ πρέπει να αποφασίσω αν θέλω να είναι και διαρκείας, αν θέλω να χάσω κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να πέσω στα γόνατα ικετεύοντας ή αν θέλω να φτάσω στον πάτο, να χτυπήσω τα πόδια και να ξανανέβω, όπως τότε μπαμπά, που σου ξέφυγα απ' τη βάρκα κι ακόμη δεν ήξερα κολύμπι, κι όμως, κούνησα τα χέρια και ξαναβγήκα στην επιφάνεια, ναι, θα μου πεις, τότε τα νερά δεν ήταν και τόσο βαθιά και δεν θα χανόσουν εκαι; κολύμπησα τόσες φορές στα βαθιά από τότε, τόχω. Το 'χω σου λέω.
Ο Primo Levi, κι όσοι δεν κάηκαν στα κρεματόρια, ή δεν εκτελέστηκαν, επιβίωσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με μια φέτα ψωμί την ημέρα. Δεν πιστεύω να μας οδηγήσουν εκεί, στη μια φέτα ψωμί οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι, οι πως το λένε, συνεταίροι μας στην Ενωμένη Ευρώπη. Ίσως να είμαστε λίγο καλύτερα, ίσως όχι. Αλλά εμείς θα τα καταφέρουμε, την ώρα που αυτοί θα δείχνουν το όμορφο πρόσωπό τους. Κι αν αυτή είναι η Ευρώπη που ονειρεύεστε, ε, όχι, ευχαριστώ, δεθαπάρω. Έτσι, μια λέξη.όπως το όχι Μου.
Τρομάζεις; Όχι. Όχι. Δεν τρομάζω και δεν τους επιτρέπω να με τρομάξουν.
Δεν τους αφήνω να χρησιμοποιήσουν το μέλλον του παιδιού μου, των παιδιών σου, του μικρού μου Γαβριά σαν άλλοθι για να μας σπρώξουν ακόμη πιό βαθιά μέσα στο σκοτάδι.
Φτηνή δικαιολογία "το μέλλον των παιδιών μας" για να παίξουν τα παιχνίδια τους στις πλάτες μας.
Απειλούν πως θα 'ρθουν δύσκολες μέρες.
Κι εγώ σου λέω πως ναι. Δύσκολες. Και; Ο κόσμος από τη γέννηση του ζει δύσκολες μέρες.
Βρίσκεται να πολεμάει σε πολέμους που δεν αποφάσισε ο ίδιος.
Δίνει μάχες απ' τις οποίες δεν βγαίνει αλώβητος, πως το 'πε ο Βάρναλης, να σκοτώνοντ' οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ, πονάει, πεινάει, ματώνει, πεθαίνει.
Ο στρατιώτης δεν κερδίζει τη μάχη. Ούτε τον πόλεμο. Αυτόν, τον κερδίζουν οι μεγάλοι.
Ο στρατιώτης όμως, αν ζήσει, μπορεί να κερδίσει ένα πράγμα μόνο: το να μπορεί να πει στα παιδιά του 'έπραξα το σωστό".
Ποιός ορίζει το σωστό και το λάθος, ας ψάξει ο καθένας να το βρει στη συνείδησή του.
Ας ψάξει στα λεξικά να βρει τι σημαίνει η λέξη ήθος, η λέξη αξιοπρέπεια, η λέξη αγωνίζομαι, αγαπώ, μοιράζομαι, δίνω, πονάω.
Τι είναι καλό για το παιδί μου, θα ψάξω να το βρω με τον ίδιο τρόπο.
Ή μάλλον, το ξέρω. Ξέρω τι του χρειάζεται για "το καλό του" και το καλό του δεν είναι i pad από τα τρία, κινητό από τα εφτά, δύο αυτοκίνητα, τηλεόραση 3D και τρεις ντουλάπες ρούχα.
Ας έχει μια αλάνα να παίζει, να ματώνει τα γόνατα, φίλους να εμπιστεύεται, καλούς δασκάλους στα σχολεία, και δασκάλους να του μαθαίνουν όσα δεν διδάσκουν τα σχολεία, ας έχει ΕΝΑ, ναι, ένα βιβλίο για πυξίδα του κι αυτό ας είναι οι Άθλιοι, όχι πετσοκομένοι, εκατό καλά τραγούδια κι εκατό καλές ταινίες, gosh, πλάκα πλάκα ας έχει και ηλεκτρικό να μπορεί να τα ακούει βέβαια, ας μάθει να αγγίζει το χώμα, κι αν χρειαστεί να το καλλιεργεί, κι αν θέλει αυτός να γίνει πυρηνικός επιστήμονας θα βρει τον τρόπο....
Κι εύχομαι, το δικό μου παιδί να μπορούσε να σκεφτεί έτσι για το δικό του παιδί, το μικρό μου Gavroche.... κι ας ξέρω ότι δεν θα το κάνει.
Το αύριο θα είναι ζοφερό σε κάθε περίπτωση. Εγώ πρέπει να αποφασίσω αν θέλω να είναι και διαρκείας, αν θέλω να χάσω κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να πέσω στα γόνατα ικετεύοντας ή αν θέλω να φτάσω στον πάτο, να χτυπήσω τα πόδια και να ξανανέβω, όπως τότε μπαμπά, που σου ξέφυγα απ' τη βάρκα κι ακόμη δεν ήξερα κολύμπι, κι όμως, κούνησα τα χέρια και ξαναβγήκα στην επιφάνεια, ναι, θα μου πεις, τότε τα νερά δεν ήταν και τόσο βαθιά και δεν θα χανόσουν εκαι; κολύμπησα τόσες φορές στα βαθιά από τότε, τόχω. Το 'χω σου λέω.
Ο Primo Levi, κι όσοι δεν κάηκαν στα κρεματόρια, ή δεν εκτελέστηκαν, επιβίωσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με μια φέτα ψωμί την ημέρα. Δεν πιστεύω να μας οδηγήσουν εκεί, στη μια φέτα ψωμί οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι, οι πως το λένε, συνεταίροι μας στην Ενωμένη Ευρώπη. Ίσως να είμαστε λίγο καλύτερα, ίσως όχι. Αλλά εμείς θα τα καταφέρουμε, την ώρα που αυτοί θα δείχνουν το όμορφο πρόσωπό τους. Κι αν αυτή είναι η Ευρώπη που ονειρεύεστε, ε, όχι, ευχαριστώ, δεθαπάρω. Έτσι, μια λέξη.όπως το όχι Μου.
28.5.15
8.5.15
Σ' ένα τραγούδι
όλα αυτά τ’ αξημέρωτα πρωινά
όλος αυτός ο πόνος, που ίσως δεν ήταν πόνος, ήταν ακριβώς
στην ακμή, στο σημείο που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον αβάσταχτο πόνο από την
ανείπωτη χαρά
όλη αυτή η μουσική που έκανε ολοκληρωτική κατάληψη στο
μυαλό, στ’ αυτιά, στην ψυχή σου
όλα όσα σου έδωσε, όλα όσα σου έμαθε, σου χάρισε, σου έδειξε
...και μετά,
όλη αυτή η πληρότητα
όλη αυτή η χαρά
όλη αυτή η λάμψη
όλα, μπορούν να συμπυκνωθούν σε μια στιγμή, σ’ ένα βλέμμα, σ’
ένα φευγαλέο χάδι, σ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού, σε μια πυρηνική έκρηξη, σ’ ένα
τραγούδι:
μόνο που μαζί του, θα είναι κάθε φορά και διαφορετικό….
27.4.15
Ενθύμιον Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004
Οι δύο αυτοί κουβάδες - ένας κόκκινος στην άνοδο κι ένας μπλε στην κάθοδο, έτσι για να ξεχωρίζουν - μπορούν πλέον να καταγραφούν ως μόνιμη διακόσμηση στον - υπερσύγχρονο κατά τα άλλα - σταθμό μετρό "Δουκίσης Πλακεντίας". Κάποιος αρκετά τολμηρός και με κάπως ιδιόρρυθμο χιούμορ μπορεί να προτείνει ίσως και στον Philippe Stark να κατοχυρώσει το μοντέλο, ως μια νέα, εντελώς φουτουριστική πρόταση ντεκόρ εσωτερικού χώρου.
Ας τους ονομάσουμε κουβά 1 και κουβά 2.
Τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μόνον ο κουβάς 1, νομίζω ο μπλε.
Βεβαίως, επειδή το μετρό είναι ένα υπερσύγχρονο έργο, το οποίο κάποιοι θα επιχειρήσουν να καταγράψουν ως μια παρακαταθήκη (τους) για το μέλλον αλλά μάλλον είναι ακουσία υποθήκη (μας) των σπιτιών μας, του μέλλοντος των παιδιών μας, κάποιοι θα απορήσουν: Κουβάδες; Βεβαίως αγαπητοί.
Κουβάδες. Γιατί ο σταθμός στάζει. Στην πρώτη ψιχάλα, στον διάδρομο της φωτογραφίας, στον σταθμό της φωτογραφίας, αλλά και στις αποβάθρες, αυτού του σταθμού και σχεδόν κάθε άλλου σταθμού, τα ταβάνια στάζουν. Στάζουν σταθερά και χωρίς αιδώ.
Χωρίς να αναρωτηθεί κανείς τι πήγε στραβά, ποιά μελέτη δεν έγινε καλά, πως με τόσα λεφτά που στοίχισε "Το Έργο" στάζει όπως δεν στάζουν τα πλινθόχτιστα φτωχόσπιτα στο Περιστέρι, στο Πέραμα, στο Καματερό, στη Δραπετσώνα....
Χωρίς να αναρωτηθεί κανείς πόσο χρόνο θα πάρει να διαβρωθεί τόσο ώστε να καταρρεύσει κάποια στοά όχι ανθρακορυχείου αλλά ''χρυσορυχείου"
Χωρίς να απολογηθεί κανείς για τις ασύστολες σπατάλες του μεγάλου πανηγυριού που ήταν το μόνο για το οποίο μας έπεισαν ότι είμαστε άξιοι να αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι...
Αντιγράφω από τον πρόλογο του βιβλίου του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου "Μέρες του 2004":
...Ας θυμηθούμε τώρα που φαίνονται πιά ολοκάθαρα οι λεκέδες του λίπους και του αίματος πάνω στο "εθνικό όραμα" του 2004 ότι κατά το πολλαπλώς ολέθριο εκείνο έτος όλες - σχεδόν - οι δυνάμεις του πολιτικού συστήματος είχαν "πατριοτικότατα' υποκλιθεί στην πολυεθνική μαφία του πανοικονομισμού η οποία επένδυε (και εξακολουθεί να επενδύει εν μέσω των σημερινών ερειπίων) σε φαραωνικά 'ιδεώδη' και γιουροβιζιονικά τσίρκουλα...
και λίγο πιό πάνω ..
...Επειδή η κοινωνία των ηλιθίων (ιδιωτών) κυριάρχισε πάνω στην κοινωνία των πολιτών, θα βιώσουμε εφεξής τη λογική της μέχρι τις έσχατες συνέπειές της, που είναι η αποκορύφωση της δημιουργικής καταστροφής.
πρόκειται για τη λογική της αέναης ανάπτυξης, του κέρδους ως αυτοσκοπού, του υπερανθρώπινου λαχανιασμένου ανταγωνισμού, του τζόγου σωμάτων και ψυχών, του αγκομαχητού για ένα μεγαλύτερο άλμα στο κενό όπου η ηλιθιότητα του ρεκόρ αγγίζει το ρεκόρ της ηλιθιότητας-της υπέρλαμπρης ντόπας, της ολυμπιακής φούσκας: citius, altius, fortius....
Φύγαν λοιπόν οι 'ξένοι' με τον Φοίβο και την Αθηνά στα σακκίδιά τους, souvenir-athens 2004 και μείναμε εμείς.
Με τους κουβάδες μας. Τον κουβά 1 και τον κουβά 2. Άντε, να τους εκατοστήσουμε!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)