Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



27.3.20

Ημερολόγια καταστρώματος: Day 15 (Time takes Time)




Ο χρόνος στο Μαγικό Βουνό δεν ήταν ο χρόνος των ρολογιών του σιδηροδρομικού σταθμού αλλά μάλλον ο χρόνος εκείνων των μικρούτσικων ρολογιών που η κίνηση των δεικτών τους παραμένει υπομικροσκοπική, ή, όπως το γρασίδι, που το μάτι δεν το βλέπει να αναπτύσσεται, μ’ όλο που αναπτύσσεται κρυφά, πράγμα που κάποια μέρα δεν θα μπορεί πιά ν’ αγνοηθεί.


Έτσι κι ο χρόνος στο Μαγικό Νησί δεν ήταν ο χρόνος του καλοκαιριού, της ξηρασίας και του πολύβουου πλήθους των τουριστών, ήταν ο χρόνος της επόμενης μέρας, της μέρας μετά την καταιγίδα-ήταν μετά το βράδυ που οι άνεμοι περνούσαν τα δέκα μπωφόρ κι εσύ καθόσουν κλεισμένη με σφαλισμένα τα πατζούρια-αν μπορούσες ας έκανες κι αλλιώς-παρέα με τον Ν και τον Μιχαλάκη, τον Ρόκυ, τον Μπρους και την Νίνα (οι εφτά ημιαδέσποτες γάτες περίμεναν υπομονετικά έξω απ’ την ξύλινη πόρτα), όλοι σχεδόν μια αγκαλιά περιμένοντας υπομονετικά να περάσει, το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα περάσει-ήταν ο χρόνος λοιπόν της επόμενης μέρας που ο ουρανός έμοιαζε τόσο καθάριος, τόσο απίστευτα μπλέ, όχι γαλάζιος, όχι τυρκουάζ ούτε μαύρος ή γκρίζος, όχι, ήταν αυτό το μπλε που μόνο στις Κυκλάδες μετά την καταιγίδα βλέπεις, απέναντι η Σίκινος, η Φολέγανδρος και στο διάβα σου σπασμένοι κορμοί δέντρων, κλαδιά που ξέβρασε η θάλασσα, ξεριζωμένα αρμιρίκια και τ’ απομεινάρια της θύελλας πιά ήταν αυτό που λένε οι ψαράδες φρεσκαδούρα… Ήταν οι περίπατοι δίπλα στη θάλασσα, με την άμμο να τρυπώνει αναιδέστατα στα παπούτσια, πόσο παράξενο αυτό που σαν παιδί της πόλης δεν μπορούσες στιγμή ν’ ανεχθείς τώρα να σου φαίνεται ονειρικό…




Ο χρόνος, μια γραμμή που συντίθεται από πλήθος αδιάσταλτων σημείων, είχε συνεχίσει με τον ερπόντως υπομικροσκοπικό, μυστικό και παρ’ όλα αυτά δραστήριο τρόπο του να επιφέρει αλλαγές.
Ο χρόνος  σήμερα δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Είναι χρόνος αγωνίας για τους περισσότερους, είναι χρόνος αναρώτησης για τους ευαίσθητους, χρόνος που δεν περνάει με τίποτα για τους αμετανόητους εραστές του χθες όπως το ξέραμε, είναι χρόνος δημιουργικός για όσους μέχρι τώρα ποτέ δεν τον είχαν, είναι ο χρόνος σου όπως εσύ θα τον διαμορφώσεις. Σίγουρα δεν είναι χρόνος για μεμψιμοιρία, αλλά χρόνος αποφασιστικότητας. Ξέρεις πως τίποτα πια δεν θα είναι όπως ήταν, πως αν ξαναγυρίσουμε κάποτε στην κανονικότητα η κανονικότητα θα είναι τελείως διαφορετική, εσύ θα είσαι τελείως διαφορετική. Φτιάχνεις γύρω σου μια εικονική κανονικότητα. Γυρίζεις γύρω γύρω σαν το μελισσάκι, ετοιμάζεις το σπίτι σου στα χρώματα της άνοιξης, μιας άνοιξης που ημερολογιακά ήρθε αλλά κυριολεκτικά πέθανε πριν ανθίσει, φτιάχνεις τις κρέμες και τα σκραμπ σου και τα μαγικά σου σακουλάκια με άλατα για το μπάνιο, και τις αλοιφές και τα βοτανομίγματα, αν είσαι τυχερή και προσεκτική δεν θα τα μπλέξεις κι όλα καλά θα πάνε, θυμάσαι επιτέλους όσους ποτέ δεν προλάβαινες να θυμηθείς, έμαθες να διαλογίζεσαι, έμαθες να περιμένεις, έμαθες ακόμα και αντιμικροβιακό τζελ να φτιάχνεις, να πάνε να πνιγούνε οι μαυραγορίτες, κρατάς ανελλιπώς ενημερωμένο το ημερολόγιό σου, κι αν ο Β. αναρωτιέται πότε βρίσκεις χρόνο και κοιμάσαι, έχεις απάντηση και γι αυτό.


Ταινίες για τις μέρες της απομόνωσης πολλές. Θα σκεφτώ δύο που μοιάζουν με παραμύθι, γιατί χωρίς παραμύθι δύσκολα θα τα βγάλουμε πέρα. 



The Τale of the Princess Kaguya” είναι η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό, πάει καιρός που την είδα αλλά η μαγεία της με κρατάει αιχμάλωτη ακόμη.



Το “Moonrise Kingdom είναι μια ταινία φτιαγμένη λες για μένα. Όπως όλες οι ταινίες του Wes Anderson έχει για ηρωίδα ένα κοριτσάκι, ένα κοριτσάκι αθώο αλλά και λίγο όχι και τόσο αθώο, που πάντα βάφει έντονα τα μάτια του με μαύρο περίγραμμα κι όταν κλαίει το μαύρο ξεβάφει στα μάγουλά της, και ποτέ, μα ποτέ δεν ακούει την μαμά της αλλά ακούει πάντα τον μπαμπά της και δεν έχει «καλύτερη φίλη» γιατί έχει «καλύτερο φίλο» και έχει υπέροχο σάουντρακ, όλα αυτά ταμάμ για να πετάξουμε για λίγο μακριά, στη δική μας χώρα των θαυμάτων. 

Κι όποιος είπε στο μικρό μου λαμόγιο να μην πιστεύει στα θαύματα και να μην πιστεύει στις νεράϊδες μάλλον είναι πολύ θλιβερός τύπος…



23.3.20

Ημερολόγια καταστρώματος: Day 11

Κατάστρωμα, θα μπορούσε να είναι το μπαλκόνι. Μια ματιά στο δρόμο, ψυχή δεν κυκλοφορεί (ευτυχώς). Ενδέκατη μέρα περιορισμού κατ’ οίκον και πρώτη της απαγόρευσης της κυκλοφορίας (επίσης ευτυχώς), όπου η λέξη περιορισμός απεχθής καθόλου δεν θα ήταν αν δεν συνοδευόταν από την φράση «λόγω πανδημίας». Τα πιο τρελλά μου όνειρα, ή τουλάχιστον η πλειοψηφία τους, μέσα στο σπίτι διαδραματίζονται. Εγώ, Εσύ, οι δίσκοι, τα βιβλία, οι ταινίες, οι φίλοι, τα παιδιά, το εγγόνι – να που κι’ όλας από την επιτυχημένη εξίσωση αρχίζουν οι αφαιρέσεις: Δεν βλέπουμε φίλους, δεν βλέπουμε τα παιδιά. Προσθέτουμε όμως το βάρος των απωλειών ανθρώπινων ζωών. Πολλαπλασιάζουμε με τις απώλειες που θα έρθουν, κάθε λογής.





Ο εγκλεισμός εξακολουθεί να είναι ευχάριστος, φαντάσου ότι είμαστε εγώ κι εσύ, φαροφύλακες στο Janus, ή σ’ οποιοδήποτε άλλο ερημονήσι, να κρατάμε το δικό μας φως αναμμένο και να κάνουμε ό,τι ονειρευόμαστε. Αλλά μετά από αυτό, τίποτα δεν θα είναι πιά το ίδιο. Ούτε κι αυτό είναι απαραίτητα κακό, ή μάλλον, δεν θα είναι, αν μετά τη μπόρα καθίσουμε να αναρωτηθούμε, να επανεξετάσουμε τις αξίες της ζωής, θα ξανασκεφτούμε άραγε ποτέ πόσο πολύτιμα είναι αυτά που μέχρι τώρα θεωρούσαμε δεδομένα; Από τα πιό απλά, τα ψώνια στο μπακάλικο ή τη βόλτα στο πάρκο, από τα πιο δυσάρεστα, το στριμωξίδι τον ηλεκτρικό ή τις δημόσιες υπηρεσίες, απ’ τα πιο καταναγκαστικά, το καθημερινό οχτάωρο ή την επίσκεψη στην γκρινιάρα θεία-μέχρι τα όμορφα, τις συναυλίες, τα ταξίδια, τα βράδια με το μικρό λαμόγιο που νομίζει ότι μεγάλωσε κι επειδή διαβάζει μπορεί να βλέπει ταινίες για μεγάλους κι όχι άλλα παιδικά, αλλά βεβαίως ο Harvey Dent του πέφτει λίγο βαρύς και βάζει τα κλάμματα, τα potluck nights με τους φίλους μας, καλά, θα με ρωτήσεις τώρα τι είναι τα potluck nights και θα σου πω βασικά αυτό που λέμε ρεφενέ, αλλά μην ανησυχείς γλυκό μου αγόρι που δεν το ξέρεις, είναι γιατί στην ουσία ποτέ δεν κάναμε potluck nights, πάντα εγώ μαγείρευα, αλλά το έγραψα έτσι, γιατί μου άρεσε σαν ιδέα, εμείς εδώ αλλιώς είμαστε μαθημένοι κι άμα καλούμε μαγειρεύουμε οι ίδιοι, άσε που με την πλειονότητα των φίλων μας να είναι εργένηδες, χωρισμένοι, kings of delivery ή απλά άνεργοι, συνήθως τους επισκεπτόμαστε με το μαγικό μας καζάνι ανά χείρας.
Τέλος πάντων, αυτό που ήθελα εξ αρχής να καταγράψω στα ημερολόγια εγκλεισμού είναι η λίστα των «ταινιών καταφυγίου» ή αλλιώς «desert island movies», αρχίζοντας με δύο τελείως διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες, αλλά πολύ συνειδητά για δύο τελείως διαφορετικούς λόγους.
To Das Boot, θα βοηθήσει (the hard way, αλλά θα βοηθήσει) να ξεπεράσουμε το όποιο κλειστοφοβικό συναίσθημα μπορεί να νιώθουμε μιας και ως γνήσιοι Έλληνες εγκλεισμό δύσκολα υπομένουμε. Τρεισήμισι ώρες σε ένα γερμανικό υποβρύχιο, αυτό κι αν είναι κλειστοφοβία, αλλά η ταινία είναι εκπληκτική και βλέπεται μονορούφι.
To The Secret of Kells πάλι, είναι η μαγεία που θα μας μεταφέρει σ’ ένα αλλιώτικο σύμπαν όμορφο και τρομακτικό ταυτόχρονα, αλλά και η μαγεία που θα πρέπει εμείς να βάλουμε στην ζωή μας για ν’ αλλάξουμε αυτό το δυστοπικό σήμερα.





Λυπάμαι μόνο, μικρό μου που δεν μπορώ να σε γαργαλήσω….

21.3.20

Εαρινή Ισημερία

Ας αφήσω αυτό το σημαδάκι εδώ, για να σου θυμίζει μετά από χρόνια μικρέ μου πρίγκηπα, πως λίγο πριν κλείσεις τα οχτώ σου χρόνια, μια πανδημία που βαφτίστηκε covid-19 ήρθε-ελπίζω όχι για να μείνει. ψέμματα: έχω πλήρη επίγνωση του ότι θα μείνει αρκετά και θ' αλλάξει τις ζωές μας για πάντα.

Υπό κανονικές συνθήκες, χθες θα γιορτάζαμε την εαρινή ισημερία. Εσύ, σαν μικρός μάγος, θα την έλεγες Ostara.
Δεν θα πήγαινες "ειδικώς εν προκειμένω" αυτή τη μέρα στο σχολείο, και δεν θα πήγαινα στην δουλειά. Θα πηγαίναμε στις πλαγιές της Πάρνηθας να μαζέψουμε αγριολούλουδα και βότανα για τα μαγικά μας τσάγια και τα μαγικά μας φίλτρα.
Στο σπίτι, θ' αλλάζαμε την διακόσμηση που με τόση χαρά και έμπνευση είχαμε φτιάξει το προηγούμενο sabbat.
Τα κεριά μας θα ήταν όλα παστέλ: πράσινα, κίτρινα, ροζ, γαλάζια.
Θα βγάζαμε τα ξύλινα λαγουδάκια απ' τη χειμερία νάρκη τους και θα τα στήναμε τριγύρω, μαζί με φωλιές για τ' αυγά-βεραμάν, ροζ και γαλάζια κι αυτά....
Κίτρινες και πράσινες κορδέλλες θα κρέμονταν απ' τις κουρτίνες μας.
Θα σκορπίζαμε παντού τα φύλλα της καλέντουλας που μαραίναμε από την περσινή σοδειά, να γεμίσουν το σπίτι ένα γλυκό πορτοκαλί χρώμα, κι' όσα δεν σκορπίζαμε θα τα ρίχναμε στην τσαγιέρα-ναι, μετά από τόση δουλειά, χρειαζόμαστε λίγη από την μαγεία των βοτάνων μας...
Μετά, αποκαμωμένοι θα πηγαίναμε στο μικρό σου teepee.
Εκεί, που σαν φυλαχτό κρέμασες ένα ξύλινο λιοντάρι, θα με προσκαλέσεις για να μπω. Κι εγώ, σαν δώρο, θα σου φέρω τρεις κρυστάλλους να σε προστατεύουν και να σου χαρίζουν το φως τους: Μια φεγγαρόπετρα, έναν αμέθυστο κι ένα περίδοτο.
.
.
.
Όταν λοιπόν μετά από χρόνια θα διαβάζεις αυτό εδώ, θα ξέρεις πως προσπάθησα να κάνω όσα μου επιτρέπονταν, απ' όσα θα κάναμε αν είμαστε μαζί.
Δεν ξεμυτίζουμε πιά απ' το σπίτι παρά μόνο αν μας λείψει κάτι πολύ απαραίτητο.
Τα βότανα και τα τσάγια μας είναι μακριά και το απόθεμα αρχίζει να λιγοστεύει, λουλούδια δεν μπορούμε να μαζέψουμε - οι Αθηναίοι ξεχύθηκαν σαν τρελλοί στην Πάρνηθα, ταμάμ για ν' αρπάξεις τον ιό απ' τον οποίο με τόση καλοτυχία ξέφυγες μέσα στα τραίνα. Για καινούργιες κορδέλλες ούτε λόγος.
Αλλά, μικρό μου Ινδιανάκι, η μαγεία είναι μέσα μας, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό.



Τα λαγουδάκια ξύπνησαν και βρήκαν τη θέση τους στην πιό πράσινη γωνιά του σπιτιού





Τα κεριά ήταν μόνο κίτρινα και πορτοκαλιά, κι αντί για φρέσκα λουλούδια αφήσαμε στολισμένες τις πρασινάδες από τον γιορτασμό του Imbolc-κι ας πέρασε κοντά ενάμισης μήνας, αυτά κρατάνε ακόμη.





Οι λεβάντες μας δεν άνθισαν ακόμη, κι έτσι μας λείπει το αγαπημένο μου μωβ, όμως το αχνοπράσινο των φύλλων τους κάνει όμορφη παρέα με το χρυσοπράσινο του αρισμαρί

αλλά ξέρεις πιό είναι το πιό όμορφο απ' όλα;

Πως όλος ο κόσμος που περιδιαβαίνει τα στενά της κεντρικής και πολύβουης αυτής συνοικίας, της τόσο κοντά στο κέντρο της Αθήνας, ούτε που μπορεί να φανταστεί πως μέσα σ' αυτό το διαμέρισμα και τους τσιμεντένιους τοίχους του κρύβεται η καλύβα μιας μαγισσούλας και η βεράντα του είναι το μαγικό της δάσος.
Έλα τώρα, σε πεθύμησα - πάνε δυό βδομάδες μακριά σου, βάζω το τσαγιερό στη φωτιά, ετοίμασε την κούπα σου κι ας κάνουμε μια βιντεοκληση!