Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



29.4.21

Αισθήσεις - αφή, γεύση


 

Αγγίζω, γεύομαι, δύο αισθήσεις μαζί, δεν ξέρεις ποια προηγήθηκε, μάλλον το άγγιγμα, τότε που ο μπαμπάς σου σου έδειξε πώς να κλείνεις τις χούφτες σου, ήσουν δεν ήσουν 4 χρονών εκεί στα "βραχάκια της θείας της Κάκιας" και στη σκιά του ευκάλυπτου, να κλείνεις τις χούφτες σου για να παγιδεύεις τα παρεπιδημούντα γαριδάκια, και μετά, σχεδόν τελετουργικά να τα βάζεις ολόκληρα (ήταν δεν ήταν δυο εκατοστά, τρία το πολύ έτσι κι αλλιώς) και φυσικά ζωντανά στο στόμα σου ανασηκώνοντας το κατσαρομάλικο κεφαλάκι σου στον ήλιο και μισοκλείνοντας τα μάτια από την ηδονή της γεύσης του αλατιού-καταλήξαμε λοιπόν: η γεύση ακολούθησε.

Από τότε χάϊδεψες, άγγιξες, ψηλάφησες. Πρόσωπα, μεταξένιες μπούκλες, μεταξένια ρούχα, απαλά κορμιά, άφησες να κυλήσει ανάμεσα στα χέρια σου η άμμος της θάλασσας και το χώμα της γης και δανείστηκες μ’ ευγνωμοσύνη βρύα απ τα γέρικα δέντρα για το νεραϊδόσπιτό σου.

Από τότε γεύτηκες, δοκίμασες. Φίλησες, έγλυψες με τη γλώσσα σου το αλάτι όπως στέγνωνε στο δικό σου κορμί ή στο κορμί ενός άλλου, δάγκωσες απαγορευμένους καρπούς κι άφησες τους χυμούς τους να τρέξουν, να βάψουν τα χείλη σου, να κυλήσουν στο λαιμό σου γεμίζοντάς σε γλυκειά ηδονή κι ας ήξερες βαθειά μέσα σου πως αν λερωθείς θα υπάρξει τιμωρία, αλλά δε σ’ ένοιαξε γιατί ήταν τόσο γλυκό, τόσο όμορφο, τόσο απαγορευμένο….

Κρατάς για το τέλος το πιο όμορφο, γιατί τα πιο όμορφα πάντα έρχονται λίγο πιο πριν απ’ το τέλος…. Ν’ αφήνεις τα δάχτυλά σου να ταξιδεύουν στο πιο απαλό δέρμα του κόσμου-δικό σου πιά, όχι απαγορευμένο. Και να δαγκώνεις το πατουσάκι του Α – «είναι στραβά τα δάχτυλα του ποδιού μου γιαγιά» - έτσι ακριβώς όπως εικοσιπέντε χρόνια πριν δάγκωνες του Μ.

Εντάξει, δε νομίζω ότι πρέπει να έχεις παράπονο…..

12.4.21

Αισθήσεις - όσφρηση

 






Πολύ απλά, σχεδόν επιγραμματικά:

1980, Brazilian-Βουκουρεστίου 1 - espresso  και φρεσκοψημένο κρουασάν. Και τα δύο αρώματα χάθηκαν όταν έκλεισε το Brazilian.

1981, Le Meridien, Βουκουρεστίου 2 - Poison.  Πρώτα έμπαινε αυτό στο χώρο, μετά η Ντορέττα Δρ. Κομψή, Δυναμική, Γυναίκα, όλα δηλαδή όσα εσύ δεν έβλεπες σε σένα, τα έβλεπαν όμως όλοι οι άλλοι, μόνο που άργησες κουτό παπί να το πάρεις χαμπάρι….

1981, Σκαλιά 3ου ορόφου πολυκατοικίας Πατησίων κι Αγαθουπόλεως - Aux Printemps, Pacco Rabanne. «Σε κατάλαβα απ’ το άρωμά σου πριν μπω στο ασανσέρ!»

2006, Κάπου, οπουδήποτε, παντού, όμορφα – Pour Elle, Pacco Rabbane. “Pas pour elle, pour Vous”

2010-untill the End – a song:

Genevieve wears Dior,
Margaret wears Tresor
Mary Jo wears Lauren
But you don't wear no perfume

Deborah wears Clinique
Marianne wears Mystique
Judith wears Shalimar
But you don't wear no perfume

That's why I want to spend my life with you,
That's why I want to spend my life with you

Well, pretty boy, you don't wear no perfume either...


*η μυρωδιά του ταλκ στο αδύνατο μωρουδίστικο κορμάκι του, εκτός συναγωνισμού



5.4.21

Αισθήσεις-ακοή

 


Δεν θα ήταν βλασφημία να πεις ότι για πρώτη φορά άκουσες – όχι άκουσες κάτι ωραίο αλλά να, σαν να υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή πλήρης απουσία ήχων – όταν ένα πρωί αξημέρωτα άκουσες την passacaglia από την 7η σουΐτα για πιάνο του Χαίντελ-ασφαλώς με τον Γκαβρίλωφ, ναι, θα μπορούσες σίγουρα να πεις Άκουσα, όχι eureka, και θα ήταν απολύτως κατανοητό, αλλά μετά έρχεσαι στα συγκαλά σου και θυμάσαι ότι για πρώτη φορά άκουσες όταν σου ζήτησε παραμύθια με μπινινίνες, ή να παίξει με τον Ιτότονο και σίγουρα κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο στις 4:00 το απόγευμα – πάνω-κάτω 4:00, δεν είμαστε και Λονδρέζοι να μιλάμε για δρομολόγια ακριβείας – που έμπαινε στο λιμάνι "Ο Κοτσιδώνας, ο Κοτσιδώνας" ή δε μπορούσε να δέσει η Ροδάθνη, και για να μην ξεχάσεις ποτέ την πρώτη φορά που άκουσες, ξαναπέταξαν γύρω σου ήχοι απίθανοι, αστείοι, μελιστάλαχτοι, σαν να πέταγες μπουίς ζώνη ασφαλείας, σα να χόρταιναν όλες οι αισθήσεις σου με μπάμπουργκερ, κι ας θύμωνες "θα πάρω το μποκ και το αυτοκινητάκι μου και θα πάω σπίτι" και, ναι, δε σου κάνω πάκα, αλλά πάντα υπάρχει μια ακόμη φορά που επίτηδες αφήνεις τελευταία, κι ας πρωτάκουσες για μια ακόμη φορά τότε, επ’ αφορμή, και όχι ανακράζοντας, Hallelujah, όταν πίσω και δεξιά απ’ τα αυτί σου και φυσικά ψηλότερα, μια φωνή, σε ρώτησε "Πείτε μου Κυρία Σ. στ’ αλήθεια ξέρετε τον John Cale";