Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



27.4.15

Ενθύμιον Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004






Οι δύο αυτοί κουβάδες  - ένας κόκκινος στην άνοδο κι ένας μπλε στην κάθοδο, έτσι για να ξεχωρίζουν - μπορούν πλέον να καταγραφούν ως μόνιμη διακόσμηση στον - υπερσύγχρονο κατά τα άλλα - σταθμό μετρό "Δουκίσης Πλακεντίας". Κάποιος αρκετά τολμηρός και με κάπως ιδιόρρυθμο χιούμορ μπορεί να προτείνει ίσως και στον Philippe Stark να κατοχυρώσει το μοντέλο, ως μια νέα, εντελώς φουτουριστική πρόταση ντεκόρ εσωτερικού χώρου.

Ας τους ονομάσουμε κουβά 1 και κουβά 2.

Τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μόνον ο κουβάς 1, νομίζω ο μπλε.

Βεβαίως, επειδή το μετρό είναι ένα υπερσύγχρονο έργο, το οποίο κάποιοι θα επιχειρήσουν να καταγράψουν ως μια παρακαταθήκη (τους) για το μέλλον αλλά μάλλον είναι ακουσία υποθήκη (μας) των σπιτιών μας, του μέλλοντος των παιδιών μας, κάποιοι θα απορήσουν: Κουβάδες; Βεβαίως αγαπητοί.
Κουβάδες. Γιατί ο σταθμός στάζει. Στην πρώτη ψιχάλα, στον διάδρομο της φωτογραφίας, στον σταθμό της φωτογραφίας, αλλά και στις αποβάθρες, αυτού του σταθμού και σχεδόν κάθε άλλου σταθμού, τα ταβάνια στάζουν. Στάζουν σταθερά και χωρίς αιδώ.
Χωρίς να αναρωτηθεί κανείς τι πήγε στραβά, ποιά μελέτη δεν έγινε καλά, πως με τόσα λεφτά που στοίχισε "Το Έργο" στάζει όπως δεν στάζουν τα πλινθόχτιστα φτωχόσπιτα στο Περιστέρι, στο Πέραμα, στο Καματερό, στη Δραπετσώνα....
Χωρίς να αναρωτηθεί κανείς πόσο χρόνο θα πάρει να διαβρωθεί τόσο ώστε να καταρρεύσει κάποια στοά όχι ανθρακορυχείου αλλά ''χρυσορυχείου"
Χωρίς να απολογηθεί κανείς για τις ασύστολες σπατάλες του μεγάλου πανηγυριού που ήταν το μόνο για το οποίο μας έπεισαν ότι είμαστε άξιοι να αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι...
Αντιγράφω από τον πρόλογο του βιβλίου του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου "Μέρες του 2004":
...Ας θυμηθούμε τώρα που φαίνονται πιά ολοκάθαρα οι λεκέδες του λίπους και του αίματος πάνω στο "εθνικό όραμα" του 2004 ότι κατά το πολλαπλώς ολέθριο εκείνο έτος όλες - σχεδόν - οι δυνάμεις του πολιτικού συστήματος είχαν "πατριοτικότατα' υποκλιθεί στην πολυεθνική μαφία του πανοικονομισμού η οποία επένδυε (και εξακολουθεί να επενδύει εν μέσω των σημερινών ερειπίων) σε φαραωνικά 'ιδεώδη' και γιουροβιζιονικά  τσίρκουλα...
και λίγο πιό πάνω ..
...Επειδή η κοινωνία των ηλιθίων (ιδιωτών) κυριάρχισε πάνω στην κοινωνία των πολιτών, θα βιώσουμε εφεξής τη λογική της μέχρι τις έσχατες συνέπειές της, που είναι η αποκορύφωση της δημιουργικής καταστροφής.
πρόκειται για τη λογική της αέναης ανάπτυξης, του κέρδους ως αυτοσκοπού, του υπερανθρώπινου λαχανιασμένου ανταγωνισμού, του τζόγου σωμάτων και ψυχών, του αγκομαχητού για ένα μεγαλύτερο άλμα στο κενό όπου η ηλιθιότητα του ρεκόρ αγγίζει το ρεκόρ της ηλιθιότητας-της υπέρλαμπρης ντόπας, της ολυμπιακής φούσκας: citius, altius, fortius....

Φύγαν λοιπόν οι 'ξένοι'  με τον Φοίβο και την Αθηνά στα σακκίδιά τους,  souvenir-athens 2004 και μείναμε εμείς.
Με τους κουβάδες μας. Τον κουβά 1 και τον κουβά 2. Άντε, να τους εκατοστήσουμε!

19.4.15

Τελετουργικό


Σχεδόν σκοτάδι. Η μόνη λάμψη, απ' την οθόνη του υπολογιστή: αδύναμη. Γέρνεις το κεφάλι μπροστά, λίγο λοξά, τα μαλλιά σου μακριά, σχεδόν ατίθασα και σχεδόν μεταξένια, όπως καθε τι πάνω σου δεν έχει μόνο μια πλευρά, βάζεις το χέρι προστατευτικά μπροστά, δεν φυσάει, κλειστά είναι όλα, αντανακλαστική κίνηση του καπνιστή / τσακ-σπίθα-φλόγα-ρουφηξιά / ανάβεις, παίρνεις ηδονικά τον καπνό μέσα σου, ηδονικά και απόλυτα αφοσιωμένα όπως κάθε τι που κάνεις, και νωχελικά τον αφήνεις.
Κρατάω αυτή τη σκιά, το γερμένο κεφάλι σου, καλά ασφαλισμένο στη μνήμη μου.
Για τις δύσκολες ώρες, όταν γύρω μου "αυτοί" κάνουν πάρτι, όταν γύρω μου ο κόσμος άλλοτε μοιάζει να καίγεται, άλλοτε μοιάζει να καταρρέει, όταν νιώθω ότι πρέπει να υποκριθώ για να συνεχίσω να "ανήκω" σε μια αγέλη της οποίας δεν μπόρεσα και δεν θέλησα ποτέ να είμαι μέλος, αυτή η εικόνα είναι που με κρατάει γερά στα πόδια μου.
Το κεφάλι γερμένο μπροστά, τα δάχτυλα προστατευτικά γύρω απ' τη φλόγα, η λάμψη της οθόνης, η φωνή σου, τα χείλη σου που τρέμουν αδύναμα λες να κρατήσουν το λυγμό σαν ακούς τα λόγια του Καββαδία... "ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω; φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό, στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω, κι' ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό"...  δυνατός σα βράχος, Ο βράχος μου,  κι ευαίσθητος σαν την πιό σπάνια ορχιδέα, συνοδός μου εσύ, συνταξιδιώτισα σου εγώ στο ταξίδι μας προς τη μοναδική μας πατρίδα - γιατί ξένοι είμαστε οπουδήποτε αλλού - την Ουτοπία...



Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις από τον πόνο του αδερφού σου,

κι' απογυρνάς το βλέμμα από πληγές, που σε φωνάζουν
κι' εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι' αρχίζει το ασύμβατο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι' αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να 'ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά,
όπως η μερα γίνεται σκοτάδι,
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.

Αλίμονό σου όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό

κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους άδικους κι αρχινάς ν' ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες τα  ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες το βυθό της αηδίας
και λές, και λές, και λές...
Όταν πιά δεν σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματασ
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
και οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν να πουν: "Κατέστης ευτυχής, αλοίμονό σου".

Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,

γιατί όλοι αυτοί που πριν σε χάϊδευαν,
άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν.
τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.
Γιατί αυτοί, που απ' την αρχή καλά τους ήξερες,
τώρα περνούν τα σύνορα,
γιατί η λεηλασία σου άρχισε - και τώρα τι θα κάνεις, τι θα κάνεις,
τώρα, που πιά δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά, για να συρθείς και να συνάψεις
τη συμμαχία που σου ζητούν,
την τρομερή κι΄επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;*



*Λεηλασία, Βύρων Λεοντάρης




14.4.15

Devil is in the Details. Στην Αικατερίνη την Α' (πράξη πρώτη)

..Σχεδόν τελετουργικά. Πολύ λεπτά. Θα τα κόβεις όλα πολύ λεπτά. Σε χιλιοστά θα ήταν περίπου τρία επί τρία, το πολύ πέντε επί πέντε. Με το μάτι; περίπου το μισό από το μικρό νύχι ενός μωρού.
Μόνο έτσι. Έτσι το έκανε η δική της μαμά όπως το έμαθε στην Προύσα, έτσι το έμαθε στη δική της κόρη, και στο γιό της, γιατί όλοι βοηθούσαν σ' αυτή τη διαδικασία, κι' όταν μπήκα κι εγώ στην οικογένεια, το έδειξε και σε 'μένα. Και το κράτησα, το ένα από τα τρία πολύτιμα πράγματα που μου έμαθε, τήρησα τη διαδικασία απαράλλαχτη, σε πείσμα όσων μου έλεγαν "έλα τώρα που κάθεσαι και παιδεύεσαι με τις ώρες", γιατί αυτή η λεπτομέρεια, αυτό, το να κόψεις τη συκωταριά στη μαγειρίτσα σε μέγεθος απειροελάχιστο, ήταν αυτό που έκανε κάθε χρόνο τη δική μου μαγειρίτσα να είναι η καλύτερη, η πιό νόστιμη, ακόμη και γι αυτούς που λέγανε  'εμένα δεν μου άρεσε ποτέ η μαγειρίτσα'.
Devil is in the details, και στο δικό μου χέρι φυσικά, οφείλω να παινέψω κι εμένα, που πήρα το πολύ καλό και το εξύψωσα στην τελειότητα και η μετριοφροσύνη δεν ήταν ποτέ στις αρετές μου, όμως αυτό εδώ δεν ήθελα να το γράψω για μένα, αλλά για την Καίτη (την πρώτη Καίτη), για την οποία ίσως να μην ήμουν η ιδανική νύφη, πολύ ανεξάρτητη, πολύ στον κόσμο μου, πολύ στον δικό μας κόσμο, αλλά, χρόνια μετά, νιώθω ότι της το χρωστάω. Αυτό, One out of three....

10.4.15

Σε εισαγωγικά

Απόγευμα Μεγάλης Πέμπτης, κατηφορίζοντας την οδό Περικλέους στο κέντρο.
Στ' αριστερά μου, ένα (jesus) Nail Bar. Ξέρετε: αυτό που πάμε εμείς και φτιάχνουμε τα νύχια μας ή μάλλον μας φτιάχνουν τα νύχια, για να μπορούμε μετά να:
α) έχουμε μια καλή δικαιολογία να αποφύγουμε μια νύχτα/μέρα/ώρα πάθους - σιγά μη χαλάσουμε τα όμορφα νύχια μας γδέρνοντας την πλάτη σας..
β)  θέλουμε μια αλλοδαπή (και εννοείται παράνομη, από αυτές που κατά τα άλλα μας ενοχλεί "που ήρθαν στη χώρα μας κα μας πήραν τις δουλειές", και "αχ! πως έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα" και "δεν ακούς πιά Ελληνικά στο δρόμο") για να κάνει τα ταπεινά καθημερινά πλύσιμο σφουγγάρισμα μαγείρεμα...
γ) έχουμε θέμα συζήτησης με τις φίλες μας για το πόσο χρόνο μας πήρε να κάνουμε κάτι τόοσο πρωτότυπο... και λοιπά και λοιπά.
Σε αυτό λοιπόν το εκτροφείο ομορφιάς και ματαιοδοξίας, ξανθιά "κυρία", θέρτισάμθινγκ. Το ένα χέρι στο μπωλ. Το άλλο χέρι νωχελικά και επειδικτικά ακουμπισμένο μπροστά στην "κοπέλλα" (έτσι τις λένε, κοπέλλα, όχι κυρία, όχι η υπάλληλος, όχι με τ' όνομά της, απλά η "κοπέλλα") για να της περάσει το χρώμα που προτείνουν οι "ειδικοί" για την "άνοιξη-καλοκαίρι 2015". 
Και απέναντί της, η "κοπέλλα", ωσάν θαυματουργός με το ένα χέρι να προσπαθεί να κάνει τη δουλειά της και με το άλλο, να κρατά ευλαβικά το κινητό στο αυτί της "κυρίας" για να μπορεί η "κυρία" να μιλάει με την άνεσή της και χωρίς τον κίνδυνο να χαλάσει αυτό που με τόσο "κόπο" έστησε. Δέκα λεπτά. Έχασα δέκα λεπτά από τη ζωή μου, για να δω πόσο θα διαρκούσε αυτή η σκηνή και τα δέκα λεπτά δεν έφτασαν.
Κι ήθελα να μπω μέσα να της ψιθυρίσω στο αυτί, δεν είσα δούλα, δεν έχεις καμμιά υποχρέωση να το κάνεις, αν η κλώσσα φοβάται μη χαλάσει τα νύχια της ας μη μλήσει στο αιφον, και μετά σκέφτηκα ότι αυτό καθόλου δεν θα άρεσε στην μαντάμ παύλα τσατσα του σαλόν ντε μπωτέ παύλα ναιηλ μπαρ παυλα όλες οι χαζές χωράνε και ότι θα έβρισκε άλλη "κοπέλλα" πρόθυμη να κρατάει τα σμαρτφονς για να κουτσομπολεύουν άπασαι αι  κλώσσαι, και μη βρεθεί κανείς να μου πει καλά, εσύ, δεν έχεις φτιάξει ποτά τα νύχια σου σε μανικιουρίστα, ναιβεβαίως θα απαντήσω, ας είναι καλά η κυρία Μάρθα, Κυρία, και όχι κοπέλλα, μου τα φτιάχνει , και μετά, καταπατάω και το (α) γιατί ποτέ δεν ήμουν ανηδονική, και το (β) γιατί έχουμε και πιάτα να πλύνωμεν και εκπληκτική σπανακόπιττα για Το αγόρι να φτιάξωμεν και το (γ) γιατί με τις φίλες μου μπορούμε να μιλάμε και για χίλια άλλα πράγματα.... και στο κάτω κάτω η κυρία Μάρθα μπορεί να προσέξει το πόσο λεπτοδουλειά έχουν οι Ναπολεόντειες που φτιάχνεις με τόση αφοσίωση...
Ουφ!!!














7.4.15

Σιωπές...






Κοιτάζει μέσα απ' τις χαραμάδες στα κλεφτά, μέσα απ' τις ρωγμές του χρόνου που κύλισε....
Θέλει να κάνει ένα βήμα μπροστά, κοντοστέκεται. Ίσως και να  δειλιάζει...
Πέρασε τόσος καιρός στη σιωπή, μια σιωπή που μόνο σιωπή δεν ήταν....
Ήχοι παντού. Μουσικές, τραγούδια, εμβατήρια, φωνές: του διπλανού, του συγχωριανού, του αγανακτισμένου, του φοβισμένου, κι ύστερα δειλά δειλά του ανακουφισμένου.
Ψίθυροι. Λόγια αγάπης, ανάσες ηδονής, κραυγές που μετά βίας συγκρατήθηκαν. 
Η φωνή του μικρού Gavroche. Άτολμα, άτσαλα, μαγευτικά, μια φωνή που αποκαλύπτεται μόνο σε λίγους κι εκλεκτούς, ένα σαρκαστικό μωρουδίστικο γέλιο, Ντύο. Μόνοχ.
Χρώματα. Σαν να κοιτάζει μέσα από ένα καλειδοσκόπιο, χιλιάδες χρώματα, χιλιάδες αποχρώσεις, όχι χιλιάδες:όλες.
Σ' ένα κόσμο που τα τελευταία χρόνια έβλεπε μόνο αποχρώσεις του γκρίζου, αυτή, η Επονίνη του millennium, έτοιμη να σταθεί μπροστά του και να δεχτεί τη σφαίρα που προορίζεται γι' αυτόν, αυτή,  περιτριγυρίζεται από χρώματα...

Αμηχανία. Πέρασε τόσος καιρός... πρέπει να βρει την άκρη του κουβαριού και να το τυλίξει ανάποδα, να γυρίσει πίσω και ν' αρχίσει από 'κει που έμεινε...


The white ducks fly on past the sun

Their wings flash silver at the moon
While waters rush down the mountain tongue
My organs play a circus tune.
I dance to the wonder of your feet
And sing to the joy of your knees.

...Ο Γαβριάς, ο Ενζολωράς, ό ένας είναι αυτός που πρέπει να ξεφύγει, ο άλλος είναι αυτός που θα του απλώσει το χέρι, που θα του δείξει το δρόμο...


Κι αυτή.... αυτή ισορροπεί μέ το ένα πόδι στην ανάλγητη καθημερινότητα και το άλλο σ' ένα κόσμο που κουβαλούσε μέσα σ' ένα παλιό μαύρο μεταλλικό μαγικό κουτί, όχι, όχι κατάμαυρο, κοριτσάκι ήταν, είχε μικρά μικρά σχέδια από σμάλτο, και χωρούσε όλα όσα ήθελε κι όλα όσα χρειαζόταν. Όλα. Όσα.


Βούιζαν στ' αυτιά της τα λόγια του Σικελιανού: 

"Καλή η ελπίδα για όσους είναι ξαπλωμένοι
Καλό και τ' όνειρο για 'κείνους που κοιμούνται"...

Κι αποφάσισε πως πρέπει να βουτήξει.

Και βούτηξε.
Βαθιά μέσα στην κοιλιά του Λεβιάθαν, σχεδόν μόνη, σχεδόν πολυαγαπημένη, σχεδόν τρομαγμένη, σχεδόν ατρόμητη, σχεδόν κορίτσι, σχεδόν γυναίκα, ψέμματα λέω, το σχεδόν δεν παίζει γι αυτή, το λίγο δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο το όλα, το πολύ, το "μέχρι το τέλος".