Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



6.9.18

Natasha




Όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν πιστεύοντας πως η Νατασσία ήταν ένα κορίτσι, μια γυναίκα, μια μαμά άχρωμη, άγευστη και άοσμη. Όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν πιστεύοντας πως σ’ όλες τις αναμνήσεις της πρωταγωνιστούσε ο μπαμπάς, κάθε κορίτσι εξάλλου που σέβεται τον εαυτό του είναι το κορίτσι του μπαμπά του, έτσι δε λένε; Κι η Νατασσία δεν ήταν καθόλου εντυπωσιακή, καθόλου ζωηρή, καθόλου επιδεικτική, χώρια που δεν είχε καταφέρει να μάθει γαλλικά κι ας είχε γαλλίδα νταντά σε μια οικογένεια που όλοι ήταν με τα γαλλικά τους (αλλά χωρίς πιάνο), δεν ήξερε ξεκαρδιστικά αστεία ούτε είχε βραβευθεί από την Διάπλασι των παίδων όπως η δική της μαμά, κι αν είσαι κορίτσι αγοροκόριτσο και πύρκαυλος τοξότης όλα τα παραπάνω είναι αν όχι αιτία πολέμου, αιτία αδιαφορίας σίγουρα.
Μέχρι που ένα απόγευμα σ’ ένα καφέ της παρηγοριάς για κάποιον που έφυγε, έμαθες πως αυτή, η βαρετή Νατάσσα που θυμόσουν, λίγο καιρό πριν εσύ ανοίξεις για πρώτη φορά τα μάτια σου, ήταν η ψυχή της παρέας. Μιας παρέας στον Πειραιά του τέλους των 50ς που κάθε βράδυ μαζευόταν σε κάποια από αυτές τις παλιές μονοκατοικίες κι έκαναν πάρτι κι εκεί, η Νατάσσα, η δική σου Νατάσσα χόρευε ξέφρενα ροκεντρόλλ, και όλοι – όσοι απέμειναν τουλάχιστον – θυμούνται πως χόρευε καλύτερα απ’ όλους, και έκανε κι αυτή τη φανταστική φιγούρα που μετά από τη στροφή περνάς κάτω από τα πόδια του παρτεναίρ σου παρακαλώ, ναι, αυτό που δεκαεφτά χρόνια μετά προσπάθησες να κάνεις κι εσύ όταν είδες το grease και το κατάφερες, οκ, αλλά δεν είσαι εσύ το θέμα μας μικρό εγωκεντρικό ινδιανάκι, αλλά Αυτή, χώρια που έμαθες ότι η ίδια Αυτή, η δική σου Νατάσσα, η δική σου μαμά, ήταν – bold and underlined - η ψυχή της παρέας, κι ήταν πάντα γελαστή και γεμάτη ζωή και φυσικά πανέμορφη-καλά, αυτό δεν το αμφισβήτησε ποτέ κανείς-κι όταν το’ μαθες από τον Δημήτρη τον Δρίτσα ήταν κάτι σαν epiphany και είδες τον κόσμο με άλλα μάτια, είδες την Νατάσσα με άλλα μάτια, γιατί, αυτό που δεν είχες μπορέσει όλα αυτά τα χρόνια να καταλάβεις ήταν πως η Νατάσσα δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα κορίτσι που χόρευε ροκεντρολλ, δεν έπαψε ποτέ να έχει φωτιά μέσα της, είχε όμως ένα πολύ σοβαρό ρόλο να φέρει εις πέρας, να είναι η μαμά σου, και η μαμά της Α., και η μαμά του Γ., και η σύζυγος του Μ. κι όλο αυτό το λούνα πάρκ που ήσουν εσύ κι ο μπαμπάς σου έπρεπε να το κρατάει μέσα σε κάποια όρια, αλλιώς η φωτιά όλων μας, αυτής περιλαμβανομένης θα θέριευε και θα μας έκαιγε, και καλά θα κάνεις να καείς στις τύψεις σου και να την βάλεις στην θέση που της αξίζει, που της άξιζε όλα αυτά τα χρόνια της δικής σου συναισθηματικής απέναντί της ανομβρίας γιατί τελικά ήταν η τέλεια μαμά, όχι μόνο συγκρινόμενη με άλλες μαμάδες Θού Κύριε, αλλά η καλύτερη μαμά γενικώς.




25.6.18

Στα σύννεφα




Πίσω απ τα κλειστά πατζούρια, αυτό το αναρχικό καλοκαιριάτικο απόγευμα που σε πείσμα του ημερολογίου τα σύννεφα κάνουν τον ουρανό της Αθήνας λιγότερο σκληρό και τη ζέστη του τσιμέντου λιγότερο βάναυση, αναρωτιέται αν υπάρχει μόνο ότι βλέπει ή μόνο ότι αγγίζει - είναι η όραση αφή ή η αφή όραση; Πόση αναρχία υπάρχει σ’ ένα αδηφάγο άγγιγμα και πόσος αισθησιασμός σ’ ένα αδηφάγο βλέμμα; Η εικόνα είναι αυτή που σηκώνει όλο το συναισθηματικό βάρος της ύπαρξής της; Κι η ακοή; Η φωνή που τυλίγεται σα χάδι γύρω απ το λαιμό, προστατευτικά, απειλητικά, διεγερτικά-αλλιώς όταν είναι μόνη, αλλιώς όταν είναι ανάμεσα στους Άλλους, ή όταν χάνεται στην αγκαλιά του, αυτή δεν παίζει κανένα ρόλο; Ουφ! Βαρέθηκε την αναρώτηση-υπάρχει μια λέξη που κρύβει μέσα της την ικανοποίηση όλων των αισθήσεων: Η μουσική είναι αντίσταση και όραμα. Η μουσική είναι έρωτας και αναρχία, αγάπη και πόλεμος, είναι η χειροβομβίδα που περιμένεις να σκάσει στο χέρι σου για να βρεθείς στον Παράδεισό σου μια ώρα γρηγορότερα και το player περιμένει ανυπόμονα





20.6.18

Τετερίκος




Δεν νομίζω να θυμάται κανείς πιά στην Ερέτρια τον Τετερίκο, όπως και δεν νομίζω να θυμάται κανείς τον Προκόπη. Στα τέλη της δεκαετίας του 60 ή, ίσως και στις αρχές των πολυχαϊδεμένων σέβεντις όλα είχαν ένα παράξενο όνομα καθόλου εκζότικ, και καθόλου αρχαΐζον. Τα κορίτσια δεν τα βαφτίζαν Ιόλη και Νεφέλη αλλά τους έδιναν χαϊδευτικά όπως Νίτσα, Ρούλα και τ' αγόρια ήταν απλά ο Λάκης ή ο Λευτέρης, κανένας Ερμής ή Αρίων δε φώναξε ποτέ φτου ξελευτερία, κι ο Τετερίκος δεν ήταν παρά μια βάρκα ξύλινη, που τους χειμώνες την ξάσπριζε ο αέρας κάτω απ' τον ευκάλυπτο και την άνοιξη την ανάσταινε ο θείος Τετές, για να μάθουν κουπί "τα παιδιά", αγόρια και κορίτσια, τα κορίτσια στο σόϊ ήταν όλα αγοροκόριτσα, αυτό πρέπει να καταγραφεί τώρα που πιά ένα κορίτσι δεν υπάρχει γύρω μας - όλες σχεδόν αγορομάννες και αγορογιαγιάδες έγιναν και λαχταράνε να πλέξουν μια κοτσίδα αλλά φευ - αγοροκόριτσα λοιπόν κι αυτή, έμαθε κουπί στον Τετερίκο πολύ πριν τον ΕΝΟΑ,  με το μαλλί αγριεμένο απ την αλμύρα που από τότε της άρεσε να την γλύφει απ τα μαυρισμένα της μπράτσα, έμαθε να παγιδεύει τις γαρίδες στα βραχάκια με τα χέρια της και να τις τρώει ωμές,  να βουτάει για κυδώνια, αλλά σιχαινόταν τις φούσκες και νομίζω κάθε λογικός άνθρωπος πρέπει να σιχαίνεται τις φούσκες και, όσο σιχαινόταν τις φούσκες σιχαινόταν και το καρπούζι, αλλά κάθε μεσημέρι ευλαβικά μάζευε όλες τις καρπουζόφλουδες - ναι, στα σέβεντις μετά το φαγητό ο κόσμος έτρωγε καρπούζι κι όχι τιραμισού - και τις πήγαινε στον Προκόπη που δεν ήταν άλλος από τον λατρεμένο  της γαϊδαράκο, ιδιοκτησία του θείου Τετέ, ενίοτε εκτελών (ο Προκόπης) και χρέη πόνυ στην διαδρομή Ερέτρια Πλακάκια, λατρεμένος και τυλιγμένος με ένα σύννεφο μελαγχολίας διότι είχε προηγηθεί η ανάγνωση των απομνημονευμάτων ενός γαϊδάρου-συμπρωταγωνιστής ένας σκύλος ονόματι Μέντορ και η μικρή Ταταμπού είχε αδυναμία στα ζώα από τότε, ναι, Ταταμπού θα μπορούσε να λεγόταν αν και νομίζω ότι το τέλος της θα είναι μάλλον σαν της Περιμπανούς



19.6.18

A Few Feet Away



Τότε, τον πρώτο καιρό στο κουκλόσπιτο, ήταν κάτι σαν άσκηση ετοιμότητας: να χωρέσουν δυό άνθρωποι, δύο ζωές που αν τις άθροιζες ήταν πάνω από ένας αιώνας αναμνήσεων, εικόνων, εμπειριών, λαθών και ομορφιάς, μερικές χιλιάδες δίσκοι, λιγότερα βιβλία, αλλιώς θα μιλούσαμε για ουτοπία κι όχι κουκλόσπιτο, κι όλα αυτά μαζί με τα απαραίτητα της τεχνολογίας και τον υποστηρικτικό εξοπλισμό! Χωρέσανε μια χαρά, η φράση "θέλω λίγο χρόνο για να συσκεφθώ με τον εαυτό μου" ή "θέλω λίγο χώρο ν' ανασάνω" έγινε το ανέκδοτό μας, ειρωνικά ανασηκωμένο φρύδι για όσους δεν συμφιλιώνονταν με τα χιλιοστά που σε χώριζαν από τον άλλο που κάποτε λεγόταν αγαπημένος-ουσιαστικό ή επίθετο "ουδέτερο" - το γένος δεν είχε σημασία όταν ο άλλος γινόταν απλά "ο Άλλος" και στο τέλος, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά, δεν ήταν τα χιλιοστά η αιτία, ούτε η αφορμή που το κουκλόσπιτο έγινε απλά τέσσερεις έρημοι τοίχοι και ως μόνοι κάτοικοι της προλεταριακής αυλίτσας απέμειναν η Τζένη, ο Μαρίνος και η Πέππα, τα δύο τελευταία δεν θα τα θυμόμουν χωρίς τη βοήθεια του μικρού τετραδίου που καταγράφουμε κάθε στιγμή που περνάμε με τον  μικρό μας γαβριά, Μαρίνος και Πέππα όπως τα βάφτισε ο μικρός μας γαβριάς λοιπόν - όχι, δεν ήταν ο χώρος ή η έλλειψή του παρά αυτή η περιρρέουσα ατμοσφαιρα που σε τύλιγε και σ΄έπνιγε κι έτσι, βρεθήκαμε ξαφνικά να έχουμε "χώρο", και το κάθε τι βρήκε τη θέση του, και τα διπλά στερεοφωνικά, και τα εξτρα και δίδυμα σετ φόστεξ, και το πικάπ που το έσωσα από βέβαιο θάνατο αλλά, γκαντάμιτ δερ ιζ νο φαν  έτσι, εφτά ή οχτώ μέτρα μακριά, ν' ακούω άλλη μουσική από σένα, να ρίχνω ρεμπάπια στον "αντίπαλο" χωρίς να μπορώ να το μοιραστώ μαζί σου, να περιφέρομαι ασκόπως στο διαδίκτυο, τίποτα δεν έχει τη γλύκα του δίπλα σου, κι αν δεν τα έχω μαζέψει να μετακομίσω γραφεία, υπολογιστές, και φόστεξ δεκαπέντε περίπου εκατοστά απ τα δικά σου είναι απλά γιατί όπου και να πάω, πάντα θα είμαι μόνο μερικά βήματα μακριά Σου