Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



17.6.25

Ου-τοπικά

 




Η πόλη είναι σκληρή γκόμενα. Ανάλγητη. 

Της δίνεις το χάδι σου και το χέρι σου καίγεται, της δίνεις το σπέρμα σου και τίποτα όμορφο δε γεννιέται απ’ αυτό, το ξερνάει, στιφό και πικρόχολο, ένα παιδί δίχως χαμόγελο, δίχως αγάπη, που μισεί ότι είναι όμορφο…

Κι έτσι, το μόνο που κάνει αυτήν την πόλη υποφερτή είναι οι Ουτοπίες μας, ο δικός μας αυθύπαρκτος κόσμος, το καταφύγιο στο οποίο προσφεύγουμε όταν η επαφή μας με την πραγματικότητα γίνεται πολύ σκληρή για να την αντιμετωπίσουμε και περίπλοκη για να τη συνεχίσουμε.

 Οι Ουτοπίες του Μάμφορντ ήταν Ουτοπίες φυγής και Ουτοπίες ανασυγκρότησης, η δική μου Ουτοπία είναι απλά ανθρώπινη και ζεστή, ένα κομμάτι του κόσμου που με γέννησε, ενός κόσμου που δεν χρειάζεται να εγκαταλείψω για να την βρω, γιατί πολύ απλά ξεπηδά από μέσα του...








15.6.25

Όταν πετούν οι γερανοί

 




Ο ουρανός του Ελληνικού, ουδεμία σχέση έχει με το αριστούργημα του Kalatozov.

Στον ουρανό του Ελληνικού οι γερανοί δεν πετούν, αλλά κρύβουν τον ορίζοντα.

Σαν άλλη Βερόνικα, είμαι αυτή που στέκει πίσω και περιμένει τα γεγονότα να συμβούν-δεν τα ορίζει.

Στην εφηβεία μου στα 70ς, το Ελληνικό ήταν κάτι ανάμεσα σε άγονη γραμμή και τρελλή περιπέτεια.

Το ροντέο ήταν εκεί, πολύ μακριά για να πάμε μόνοι μας, πολλή φασαρία για να μας πάει κάποιος δικός μας, το roller coaster μια πρόκληση, ο τολμών νικά - ο φοβούμενος στο πυρ το εξώτερο, ο άγιος κοσμάς παραδίπλα δεν μας απασχολούσε, είχαμε την παραλία της Γλυφάδας στα πόδια μας, το αεροδρόμιο ήταν Δυτικό και Ανατολικό αλλά χωρίς το Τείχος ανάμεσα, η Αμερικάνικη Βάση άλλη μια ονείρωξη γιατί στο πι εξ έβρισκες ονειρεμένα πράγματα, δεν ξέραμε βλέπεις τότε την παγκοσμιοποίηση, την ελεύθερη αγορά, το αμαζόν, ούτε το τεμου, ακόμα και η κόκα κόλα σε κουτάκι δεν είχε έρθει στα μέσα της δεκαετίας και προνομιούχοι για την κατοχή της ήταν μόνο όσοι είχαν γείτονα αμερικάνο και καλές σχέσεις με τον γείτονα!!


Μετά, ήρθε το πασοκ, το ορθόδοξο, με τον γητευτή ηγέτη του να  ουρλιάζει έξω οι βάσεις αν και αμερικανοφερμένος και εννοείται αμερικανοσπαρμένος στη χώρα μας. Και μαζί με τις βάσεις, εξω και το ροντέο, δώστε το πάρκο στο λαό, να έχει πράσινο, να κάνει τις βόλτες του, να νιώσει για λίγο ευρωπαίος, αν και έξω κι απ' την Ευρώπη... αυτά πουλάγανε τότε, αυτά τσίμπαγε ο κοσμάκης, η βάση του θανάτου παροπλίστηκε, έμειναν απ' έξω στην είσοδο κάτι σκηνίτες να προσέχουν μη σβήσει κανείς τα συνθήματα, έκλεισε το ροντέο, κι εμείς, περιμέναμε. Περιμέναμε το πάρκο του λαού, τον μεσοαστικό περίπατο, την παραλία "για όλους", περιμέναμε, γενικά.

Περάσανε, πόσα; ήμουνα νια και γέρασα, κυριολεκτικά, πενήντα πάνω κάτω χρόνια.

Η έκταση του ροντέο ουδέποτε έγινε πάρκο, το αεροδρόμιο στεκόταν εκεί σαν πόλη φάντασμα μετά τον πυρετό του χρυσού, η παραλία έμενε ελεύθερη και ενδεχομένως παρακμασμένη, δεν ξέρω, δεν πήγα, δεν είδα, για μπιτςςς-μπαρ δεν άκουσα τίποτα, είχαμε άλλα μεγαλεία τότε, τύπου γκραν ριζόρτ και κανένας δεν ασχολείτο με τον άγιο κοσμά, η βάση στέγαζε κάποιες δημοτικές υπηρεσίες, η "ανάπτυξη" όμως είχε δοθεί με υποσχετική κι έτσι τα Σούρμενα μετονομάσθηκαν και επισήμως σε Ελληνικό.

Κάπως έτσι κυλούσαν οι δεκαετίες, στην ραστώνη της απαξίωσης, μέχρι που υποθέτω βρέθηκε ο κατάλληλος bidder. Ξαφνικά, τα χωράφια απέκτησαν ταμπέλες: The Hellinikon Experience.

Ο ανηψιός μου, γιόρτασε τα 6α του γενέθλια στο ελεύθερο ακόμη experience, διότι αν δεν ήταν ελεύθερο, πως  θα γνώριζες το μεγαλείο που επρόκειτο να συμβεί;



Με virtual ξενάγηση σε κάτι που θύμιζε Ντουμπάι και με εξόργισε. Γιατί δεν έχουμε ανάγκη να μοιάζουμε με Ντουμπάϊ. Γιατί είμαστε απείρως ωραιότεροι (ως χώρα) και φυσικά, χωρίς μπότοξ τύπου τεχνητά παγοδρόμια και τεχνητά νησιά. Αλλά το πόπολο, κρέμασε το σαγόνι από θαυμασμό.

Και με μια κάποια ζήλεια, γιατί ήθελαν πιθανόν ένα κομμάτι από το όνειρο. Γιατί τους έμαθαν πως τα ονειρεμένα είναι φανταχτερά ή πως τα φανταχτερά είναι ονειρεμένα.

Κατεβαίνω την παραλιακή, να πάω στην αδελφή μου. Με το που περνάω τη λεωφόρο Αλίμου, ξετυλίγεται μπροστά μου το δάσος των γερανών. Τριάντα; Σαράντα; Αμέτρητοι. Η παραλία δεν φαίνεται, θα είναι  - λένε Αυτοί - ανοιχτή για τον κόσμο. Σιγά μην έχει πληρώσει ο άλλος 20 μύρια για ένα διαμέρισμα και την κυρία Σούλα να κάνει μπάνιο δίπλα του - λέω εγώ.

Ποιός ξέρει πόσες φωλιές πουλιών καταστράφηκαν, πόσες ποικιλίες δέντρων ξηλώθηκαν, τι να τις κάνεις τις μυρτιές και τις μουριές, όταν θα έχεις εκατοντάδες κοκοφοίνικες, τόσους που δεν έχει ούτε κοτζάμ φλόριντα, και παραπονιέσαι ανθρωπάκο;


Αφήνομαι για μια μοναδική φορά στον ίλιγγο του roller coaster. Ανεβαίνω με ταχύτητα, βλέπω από ψηλά την παραλιακή, από τον Άλιμο ως τη Γλυφάδα... 

Χορεύω στο Ολύμπικ Χάουζ, την Άντζελα, πίνω μπύρες στο Μπόμπις Μπαρ, βλέπω τα άπαντα του Αλαίν Ντελόν στο Ρίο με τα άπαιχτα χοτ ντογκ, η Λίτσα κρατάει το δίσκο του Johny Winter που ουδέποτε μου επέστρεψε, τα πόδια, της Αλίκης, της Κυβέλης και τα δικά μου είναι καταγρατζουνισμένα απ' τα πεσίματα με το ποδήλατο, νιώθω μικρά τσιμπήματα ζήλειας γιατί τ' Αμερικανάκια είχαν απείρως ωραιότερα τετράδια από εμάς κι έβαφαν τα νύχια τους τυρκουάζ στα 14, ενώ εμάς οι καθηγητές μέτραγαν τις τρίχες στα φρύδια μας μπας και βγάλαμε καμμία, η γιαγιά γκρινιάζει ακόμα γιατί τρεις μέρες μετά το πάρτι μαζεύει στραγάλια απ΄τα χαλιά της-δε μάζευες καλύτερα τα χαλιά καημένη γιαγιά, κι αφήνομαι σε ελεύθερη πτώση, αργή, βασανιστική, ηδονική, για να κρατήσω όσο περισσότερες εικόνες μπορώ από την παραλιακή, την δική μου παραλιακή όπως ο Αγγελάκος μου έλεγε περνώντας με τον προαστιακό "Το μολ γιαγιά, το δικό μου μολ".....


10.6.25

Ξέχασα να σου στρίψω ένα τσιγάρο....


 

Αυτός εδώ στην προεδρική του πολυθρόνα είναι ο Pippo, Εκ του Filippo, προς τιμήν του Inzaghi, τον βρήκανε σε ένα χαρτοκιβώτιο στα σκουπίδια κάπου στην Σπάρτη, με τον άντρα μου τα βρήκαμε κάπου στη μέση, εκείνος ήθελε Lou (hello Reed) αλλά επειδή λάτρευε και τον Pippo Inzaghi στην Μίλαν τότε που έβαλε το νικητήριο γκολ στη Λίβερπουλ, εγώ πάλι είμαι Λίβερπουλ αλλά παραβλέπω το νικητήριο γκολ καθώς έβλεπα τον Inzaghi με τη Γιουβέντους και ήταν κούκλος ο άτιμος, Pippo it is.

Ο Pippo, ο δικός μας, κάνει τις βόλτες του σε σκυλότοπους (κατά το παιδότοπους) κι εκεί γνώρισε τη Λίζα και παίζουν μια χαρά.

Πάει και στο πάρκο, το μεγάλο, κι εκεί έχουν εγκαταλείψει ένα τσομπανοσκυλάκο, κούκλο, αλλά πρέπει να του βρούμε οικογένεια....

Τυπώνουμε λοιπόν με τη βοήθεια του Π. που είναι ο μπαμπάς της Λίζας (διότι εγώ ως συνταξιούχος πλέον δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στα λεφτά που ζητάει ο κυριος Μάϊκροσοφτ για το οφις) αφίσες μήπως και βρεθεί οικογένεια για τον τσομπανοσκυλάκο, και συναντιόμαστε στο μεγάλο πάρκο να παίξουν τα παιδιά και να μου δώσει κάποιες αφίσες, και μου λέει ο Π. εκεί που τα παιδιά κυνηγούσαν τις γάτες του πάρκου άνευ δεσμών, να σου στρίψω ένα τσιγάρο και του λέω όχι ευχαριστώ διότι πέντε-έξι χρόνια έχω να το βάλω στο στόμα μου και μετά ως γνήσιος τοξότης αλλάζω γνώμη και του λέω στρίψε μου ένα, πόσο κακό μπορεί να μου κάνει, και με τούτα και με κείνα πέρασε η ώρα, μαζεύτηκαν ο Pippo με τη Λίζα εξουθενωμένοι και πήραμε το δρόμο του γυρισμού διότι ήταν η μέρα που ο Ολυμπακός έπαιζε τον 4ο αγώνα για το ππρωτάθλημα μπάσκετ και ως γνωστόν εκ των υστέρων το πήραμε, και μόλις με πιάνει το φανάρι χτυπάει το κινητό το οποίο βασικά δεν σηκώνω όταν οδηγώ, αλλά ήταν η γιορτή μου και ήμουν και σταματημένη και δικαιολογούμαι για την παρανομία και το σηκώνω στα τυφλά και ακούω:

"Έχεις φύγει; Ξέχασα να σου στρίψω ένα τσιγάρο...."



6.6.25

909 - Άγιος Βασίλειος-Αγία Σοφία

 



Μέχρι την Αγία Σοφία δεν έφτασε ποτέ.... ποτέ, μέχρι τώρα τουλάχιστον. 

Ο δικός της Πειραιάς ξεκίναγε από την οδό Περικλέους όταν ήταν βρέφος, και λίγο αργότερα την Νεοσοίκων στον Άγιο Βασίλη και τελείωνε στη γωνία Κολοκοτρώνη και Δραγάτση στο κατάστημα ηλεκτρικών ειδών της Οικογενείας Σ.

Μικρός ο Πειραιάς, το ξαναείπαμε, τόσο που χωράει σ' αυτόν τον πίνακα του Αγήνορα Αστεριάδη που στέκεται περήφανος στην Εθνική Πινακοθήκη, με τα τρία λιμάνια του σε flat lay, με τις γραμμές του τραίνου που κατέληγαν στο λιμάνι, τον Άγιο Σπυρίδωνα και τον Άη Νικόλα, το Δημοτικό Θέατρο, τόσο μικρός και τόσο δικός της, a place to call home κι ας μην έζησε ποτέ εκεί για πάνω από δυό συνεχόμενες μέρες!

Πολλά χρόνια μετά, πολλά πολλά όμως, κι αφού γνώρισε πολλές μικρές πατρίδες, βρέθηκε πάλι στο 909 - Άγιος Βασίλειος-Άγία Σοφία. Στο μνημόσυνο του Αντωνάκη, η χορωδία του Άγιου Βασίλη την έκανε να δακρύσει.

Κατέβηκε με τα πόδια στο γυρισμό, πέρασε από την Τρούμπα - ότι απέμεινε τέλος πάντων από αυτή γιατί κακά τα ψέμματα, στις μέρες μας δεν έχουν θέση οι Τρούμπες ούτε τα αλάνια α μπούμπα, και ορκίστηκε στον εαυτό της ότι θα φτάσει μέχρι την Αγία Σοφία και όχι μόνο!!

Ακόμα έχει πολύ δρόμο μπροστά της, αλλά στα πρώτα της βήματα μαγεύτηκε από τα Gargoyls και τους αναγεννησιακούς αγγέλους στην Ανάσταση


έφτασε μέχρι την Κοπή , 




που δεν ήξερε τι είναι καν η Κοπή αλλά το έμαθε, ξανακατέβηκε στο λιμάνι κι έφτιαξε με το μυαλό της ιστορίες για κάθε ερειπωμένο μαγαζί που συναντούσε


και άκουγε ψιθύρους μέσα σε κάθε ερειπωμένο κτίριο



σκέφτηκε ότι ποτέ δεν είχε δει μια ταινία στο σινέ Φαντάζιο, είχε όμως δει μια συναυλία του Κώστα Τουρνά στην Τερψιθέα, είχε φτάσει από την άλλη άκρη αυτής που σήμερα λέμε ΑθηναΙκή Ριβιέρα για χάρη του, κι αυτός φορούσε ένα γούνινο παλτό κι αυτό στα μάτια ενός εντεκάχρονου (max) κοριτσιού ήταν το απόλυτο καλτ, έκανε ένα προσκύνημα στα πέριξ του Αγίου Διονυσίου γιατί ο μπαμπάς ορκιζόταν στα σουβλάκια του Αβραάμ και δη στο σουτζούκι, ο Αβραάμ υπάρχει ακόμα, ο μπαμπάς της όχι, είπε να φτάσει μέχρι τη Δραπετσώνα με τα πόδια διότι έτσι αποφάσισε ότι μπορεί μεν να ήταν παιδί της Φρεατύδας και ο θείος ο Αντωνάκης σε ανύποπτο χρόνο να είχε πει "στο Πέραμα; πφφφ"  αλλά γι' αυτήν, η μαγεία του Πειραιά βρίσκεται στη Ρετσίνα και τις ερειπωμένες αποθήκες του ΗΣΑΠ, στα Λιπάσματα, στα σκουριασμένα και μόνιμα κατεβασμένα ρολά των μηχανουργείων και τις μικρές αυλές τις γεμάτες γάτες, στις δεξαμενές στο μεγάλο λιμάνι, ακόμα και στο σταθμό του τραίνου, όπου και τελικά στάθηκε γιατί δεν τη βαστούσαν άλλο τα πόδια της. 



Αλλά το μόνο βέβαιο, είναι ότι δεν τελείωσε με τον Πειραιά. Τον δικό της Πειραιά, τον Πειραιά του Καραϊσκάκη που την πήγαινε ο μπαμπάς σχεδόν από τα γενοφάσκια της, τον Πειραιά του Ολυμπιακού, τον Πειραιά που αντιστάθηκε πεισματικά στην εσωτερική μετανάστευση, αυτά σκέφτηκε και μπήκε στο τραίνο - μέχρι την επόμενη φορά....



21.1.25

Αλάνι α Μπούμπα

 -Τι 'σαι εσύ κοριτσάκι; σε ρώτησαν

-Αλάνι α Μπούμπα, είπες. Με την ίδια ευκολία που θα έλεγες c.... nata και όχι fata, τόσο απλά.

Έτσι ήσουν πάντα, ισορροπούσες ανάμεσα στους δύο σου εαυτούς, πότε αλάνι, πότε μικρή κυρία, πάντα κυρία όμως ακόμα κι όταν ήσουν αλάνι....

Μια φορά σου έδειξε την Τρούμπα ο μπαμπάς σου, έτσι κι αλλιώς ο Παιραιάς είναι τόσο μικρός, χωράει στη χούφτα σου,  κι η Τρούμπα, δυό στενά πιό πέρα από το Δημοτικό Θέατρο και το μαγαζί του παππού, και πέντε στενά πιό κάτω από την αριστοκρατική Φρεαττύδα και τον Άγιο Βασίλη που ήταν το πατρικό του- τότε ακόμα η Τρούμπα ήταν κυριολεκτικά ένα "τίποτα" μιας κι είχε πάψει από καιρό να είναι κακόφημη αλλά ούτε καλή φήμη έχει, ένα απομεινάρι εν τη γενέσει του ήταν αλλά εσύ μαγεύτηκες κι αυτό το αλάνι α μπούμπα έμεινε, καραμέλα να την πιπιλάς κάθε φορά που σε ρωτούσαν...

Σε μάγευε το λιμάνι, σε μάγευαν τα πλοία κι ο κόσμος που τριγύριζε σαν τις μέλισσες, να φύγουν, γύριζαν, να στείλουν ένα δέμα στο νησί, να παραλάβουν, οι καταπέλτες βρυχώνταν, στο πέταγμα του κάβου έμενες με το στόμα ανοιχτό, ο Αβραάμ στον Άγιο Διονύση "μετά τη βόλτα θα πάμε στον Αβραάμ για σουβλάκι" το ιδανικό τέλος μιας ιδανικής βόλτας, δεν είναι διόλου τυχαίο πως εκτός από Ολυμπιακός είσαι και Λίβερπουλ, τα λιμάνια πάντα σε μάγευαν όσο και τα τραινάκια βέβαια, και αν το καλοσκεφτείς ότι σου έδειχνε ο μπαμπάς και το μοιραζόσουν μαζί του σε μάγευε γιατί κι ο μπαμπάς ήταν μάγος που σε πήγαινε στο δωμάτιο με τους μαγικούς καθρέφτες και πίσω από κάθε καθρέφτη πάντα κάτι καινούργιο κρυβόταν.

Κοντά εξήντα χρόνια από τότε κι ο Πειραιάς ελάχιστα είχε αλλάξει.... Οι Πειραιώτες δεν μετανάστευσαν ποτέ εσωτερικά, δεν έφυγαν για να πάνε στο Χαλάνδρι ή τη Γλυφάδα, πάντα εκεί, πάντα στην ίδια μικρή πατρίδα που εκτός από το πολύβουο και - για ένα αντικειμενικό μάτι - άσχημο λιμάνι, δεν έχει μήτε μια στάλα πράσινο, για έναν Αθηναίο τίποτα όμορφο δεν έχει ο Πειραιάς αλλά για τους Πειραιώτες είναι το πιό όμορφο μέρος στον κόσμο. 

Μετά, ήρθε η "πρόοδος" και έφερε το μετρό, έφερε την Ανακαίνιση του εγκαταλελειμένου πύργου στο λιμάνι, ένα λιμάνι που οσονούπω θα είναι ένας κοσμικός προορισμός aka trendy και η Τρούμπα, α, η Τρούμπα ανοιμοδομείται και σε λίγο καιρό θα έχει γεμίσει brunchάδικα και μισελενάτα εστιατόρια, Θού Κύριε....

Όμως εσύ, θα είσαι πάντα το αλάνι της.....