Ο ουρανός του Ελληνικού, ουδεμία σχέση έχει με το αριστούργημα του Kalatozov.
Στον ουρανό του Ελληνικού οι γερανοί δεν πετούν, αλλά κρύβουν τον ορίζοντα.
Σαν άλλη Βερόνικα, είμαι αυτή που στέκει πίσω και περιμένει τα γεγονότα να συμβούν-δεν τα ορίζει.
Στην εφηβεία μου στα 70ς, το Ελληνικό ήταν κάτι ανάμεσα σε άγονη γραμμή και τρελλή περιπέτεια.
Το ροντέο ήταν εκεί, πολύ μακριά για να πάμε μόνοι μας, πολλή φασαρία για να μας πάει κάποιος δικός μας, το roller coaster μια πρόκληση, ο τολμών νικά - ο φοβούμενος στο πυρ το εξώτερο, ο άγιος κοσμάς παραδίπλα δεν μας απασχολούσε, είχαμε την παραλία της Γλυφάδας στα πόδια μας, το αεροδρόμιο ήταν Δυτικό και Ανατολικό αλλά χωρίς το Τείχος ανάμεσα, η Αμερικάνικη Βάση άλλη μια ονείρωξη γιατί στο πι εξ έβρισκες ονειρεμένα πράγματα, δεν ξέραμε βλέπεις τότε την παγκοσμιοποίηση, την ελεύθερη αγορά, το αμαζόν, ούτε το τεμου, ακόμα και η κόκα κόλα σε κουτάκι δεν είχε έρθει στα μέσα της δεκαετίας και προνομιούχοι για την κατοχή της ήταν μόνο όσοι είχαν γείτονα αμερικάνο και καλές σχέσεις με τον γείτονα!!
Μετά, ήρθε το πασοκ, το ορθόδοξο, με τον γητευτή ηγέτη του να ουρλιάζει έξω οι βάσεις αν και αμερικανοφερμένος και εννοείται αμερικανοσπαρμένος στη χώρα μας. Και μαζί με τις βάσεις, εξω και το ροντέο, δώστε το πάρκο στο λαό, να έχει πράσινο, να κάνει τις βόλτες του, να νιώσει για λίγο ευρωπαίος, αν και έξω κι απ' την Ευρώπη... αυτά πουλάγανε τότε, αυτά τσίμπαγε ο κοσμάκης, η βάση του θανάτου παροπλίστηκε, έμειναν απ' έξω στην είσοδο κάτι σκηνίτες να προσέχουν μη σβήσει κανείς τα συνθήματα, έκλεισε το ροντέο, κι εμείς, περιμέναμε. Περιμέναμε το πάρκο του λαού, τον μεσοαστικό περίπατο, την παραλία "για όλους", περιμέναμε, γενικά.
Περάσανε, πόσα; ήμουνα νια και γέρασα, κυριολεκτικά, πενήντα πάνω κάτω χρόνια.
Η έκταση του ροντέο ουδέποτε έγινε πάρκο, το αεροδρόμιο στεκόταν εκεί σαν πόλη φάντασμα μετά τον πυρετό του χρυσού, η παραλία έμενε ελεύθερη και ενδεχομένως παρακμασμένη, δεν ξέρω, δεν πήγα, δεν είδα, για μπιτςςς-μπαρ δεν άκουσα τίποτα, είχαμε άλλα μεγαλεία τότε, τύπου γκραν ριζόρτ και κανένας δεν ασχολείτο με τον άγιο κοσμά, η βάση στέγαζε κάποιες δημοτικές υπηρεσίες, η "ανάπτυξη" όμως είχε δοθεί με υποσχετική κι έτσι τα Σούρμενα μετονομάσθηκαν και επισήμως σε Ελληνικό.
Κάπως έτσι κυλούσαν οι δεκαετίες, στην ραστώνη της απαξίωσης, μέχρι που υποθέτω βρέθηκε ο κατάλληλος bidder. Ξαφνικά, τα χωράφια απέκτησαν ταμπέλες: The Hellinikon Experience.
Ο ανηψιός μου, γιόρτασε τα 6α του γενέθλια στο ελεύθερο ακόμη experience, διότι αν δεν ήταν ελεύθερο, πως θα γνώριζες το μεγαλείο που επρόκειτο να συμβεί;
Με virtual ξενάγηση σε κάτι που θύμιζε Ντουμπάι και με εξόργισε. Γιατί δεν έχουμε ανάγκη να μοιάζουμε με Ντουμπάϊ. Γιατί είμαστε απείρως ωραιότεροι (ως χώρα) και φυσικά, χωρίς μπότοξ τύπου τεχνητά παγοδρόμια και τεχνητά νησιά. Αλλά το πόπολο, κρέμασε το σαγόνι από θαυμασμό.
Και με μια κάποια ζήλεια, γιατί ήθελαν πιθανόν ένα κομμάτι από το όνειρο. Γιατί τους έμαθαν πως τα ονειρεμένα είναι φανταχτερά ή πως τα φανταχτερά είναι ονειρεμένα.
Κατεβαίνω την παραλιακή, να πάω στην αδελφή μου. Με το που περνάω τη λεωφόρο Αλίμου, ξετυλίγεται μπροστά μου το δάσος των γερανών. Τριάντα; Σαράντα; Αμέτρητοι. Η παραλία δεν φαίνεται, θα είναι - λένε Αυτοί - ανοιχτή για τον κόσμο. Σιγά μην έχει πληρώσει ο άλλος 20 μύρια για ένα διαμέρισμα και την κυρία Σούλα να κάνει μπάνιο δίπλα του - λέω εγώ.
Ποιός ξέρει πόσες φωλιές πουλιών καταστράφηκαν, πόσες ποικιλίες δέντρων ξηλώθηκαν, τι να τις κάνεις τις μυρτιές και τις μουριές, όταν θα έχεις εκατοντάδες κοκοφοίνικες, τόσους που δεν έχει ούτε κοτζάμ φλόριντα, και παραπονιέσαι ανθρωπάκο;
Αφήνομαι για μια μοναδική φορά στον ίλιγγο του roller coaster. Ανεβαίνω με ταχύτητα, βλέπω από ψηλά την παραλιακή, από τον Άλιμο ως τη Γλυφάδα...
Χορεύω στο Ολύμπικ Χάουζ, την Άντζελα, πίνω μπύρες στο Μπόμπις Μπαρ, βλέπω τα άπαντα του Αλαίν Ντελόν στο Ρίο με τα άπαιχτα χοτ ντογκ, η Λίτσα κρατάει το δίσκο του Johny Winter που ουδέποτε μου επέστρεψε, τα πόδια, της Αλίκης, της Κυβέλης και τα δικά μου είναι καταγρατζουνισμένα απ' τα πεσίματα με το ποδήλατο, νιώθω μικρά τσιμπήματα ζήλειας γιατί τ' Αμερικανάκια είχαν απείρως ωραιότερα τετράδια από εμάς κι έβαφαν τα νύχια τους τυρκουάζ στα 14, ενώ εμάς οι καθηγητές μέτραγαν τις τρίχες στα φρύδια μας μπας και βγάλαμε καμμία, η γιαγιά γκρινιάζει ακόμα γιατί τρεις μέρες μετά το πάρτι μαζεύει στραγάλια απ΄τα χαλιά της-δε μάζευες καλύτερα τα χαλιά καημένη γιαγιά, κι αφήνομαι σε ελεύθερη πτώση, αργή, βασανιστική, ηδονική, για να κρατήσω όσο περισσότερες εικόνες μπορώ από την παραλιακή, την δική μου παραλιακή όπως ο Αγγελάκος μου έλεγε περνώντας με τον προαστιακό "Το μολ γιαγιά, το δικό μου μολ".....