Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



8.10.24

Αστακοί, διαβολικές μπουκάλες και parkour

 




Αστακό - κανονικό κόκκινο, κατακόκκινο κι όχι σαν αυτόν τον υπέροχο μεν καλλιτεχνική αδεία άσχετο μπλέ δε της emma bridgewater - πρωτοέφαγε στη Μύκονο.
Αυτήν την Τότε Υπέροχη Μύκονο, στα τέλη των 60ς, πολύ πριν την ανακαλύψουν  ή ανακαλυφθούν και οι ίδιοι οι σελέμπριτις, εκείνο το καλοκαίρι που επέλεξαν το νησί για να ανοίξουν ένα παράρτημα της μπουτίκ τους (οι μεγάλοι κι όχι αυτή, το νιάνιαρο) ακριβώς στο κέντρο της παραλίας, σ'ένα σπίτι  που έμεινε στην ιστορία ως το Σπίτι Με Τις Διαβολικές Μπουκάλες διότι το νερό δεν πινόταν στη μύκονο και παίρνανε εμφιαλωμένο πριν ανακαλυφθεί το πλαστικό και τα βράδια που σηκωνόταν ο αέρας πουνέντες ή σταβέντος άγνωστο και άσχετο οι γυάλινες μπουκάλες δίναν τη δική τους συναυλία κατρακυλώντας στην ταράτσα μιας και στον πρώτο όροφο ήταν και το σπίτι που έμεναν, παραδίπλα το λιμάνι που ήταν λιμάνι μόνο για ψαρόβαρκες και κότερα τότε καθώς ήταν ρηχό και τα καράβια έδεναν αρόδου και σε παρελάμβαναν οι λάντζες όπου πήδαγες ως άλλος παρκουρίστας και αν ήσουν τυχερός πατούσες στη βάρκα κι έπειτα στη στεριά, αν πάλι όχι, βρισκόσουν στη θάλασσα σαν τη βαλίτσα και το τρανζιστοράκι της γιαγιάς Αλίκης που δεν σημάδεψε σωστά, Tv περσόνες δεν υπήρχαν τότε στη μύκονο, μόνο κάτι παλαιάς κοπής αριστοκράτες ή επίσης παλαιάς κοπής ξύλινα κότερα τα οποία τροφοδοτούσε ο διπλανός μπακάλης κουβαλώντας κι αυτήν με τη βάρκα μήπως και πιεί το γάλα της πάντα με μια κουταλιά νεςκαφέ μέσα κι ας ήταν 8 ή 9 μόνο, στις καφετέριες σέρβιναν μπρέκφαστ με βούτυρο και μέλι που σέρβιραν οι ίδιες οι μέλισσες αυτοπροσώπως κι αυτή να μην τολμάει ν' απλώσει χέρι, μιλάμε για τρομοκρατία των μελισών, οι εκκλησίες ήταν πάντα αμέτρητες και τις γνώριζε σχεδόν όλες αφού και το επόμενο καλοκαίρι στη Μύκονο ήταν, αυτή τη φορά με την μαμά, τον μπαμπά και την αλίκη και την κυρία μαρία τη χοντρή, ολίγον νταντά, ολίγον δεν θυμάμαι κι εγώ τι, να την κυνηγάει γύρω από τις εκκλησίες για να πιεί το γάλα της (εφιάλτης για τους άλλους το γάλα, αυτή, σκασίλα της δεν το έπινε) πάντα με μια κουταλιά καφέ μόνο που η κυρία μαρία δεν έβαζε νεςκαφέ αλλά τούρκικο και το κορίτσι της ιστορίας μισούσε τον τούρκικο, οι αστακοί λοιπόν, σ' αυτήν την παρθένα και πανέμορφη μύκονο τότε που η ψαρού ζήτημα ήταν αν φιλοξενούσε πέντε κολυμβητές, έβγαιναν με τις καλαθούνες στο λιμάνι και βουτούσαν κατ' ευθείαν στην κατσαρόλα του εστιατορίου, κοκκίνιζαν κι έφταναν στο πιάτο σου απλοί, απλούστατοι με λαδολέμονο, μπουκιά και συγχώριο....

Χρόνια αργότερα, κάτι λιγότερο από είκοσι, έφαγε ξανά αστακό, στην επίσης τότε παρθένα Μυτιλήνη, μόνο που ήταν καφετής γιατί ήταν baby lobster, τον έψηναν στα κάρβουνα και τον μαγάριζαν με μαγιονέζα. Άλλοι καιροί, άλλα μαγειρέματα, άλλοι τόποι, άλλο κεφάλαιο....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου