Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.
Junichiro Tanizaki
30.3.21
Αισθήσεις - όραση
21.3.21
χαζό παπί μέρος 2ον-εις τας εξοχάς
20.3.21
Ξεχάστηκε
16.3.21
Στου Μπούκαρη
Τι είναι αυτό που έβαλες για screensaver; με ρώτησε
Του μπούκαρη, αποκρίθηκα
Τι είναι ο μπούκαρης; με ρώτησε ξανά
Τι να σου πω τώρα; Ένα στενό δρομάκι κι από κάτω η θάλασσα. Και πάνω στο δρομάκι δυό καρέκλες. Κι από κάτω η θάλασσα. Και η μυρωδιά του ούζου, που σκασίλα μου για το ούζο, ποτέ δεν ήπια και μια φορά δοκίμασα και δε μ’ άρεζε-η Νατάσσα μου όμως το αγαπούσε- αλλά στο ούζο ορκίζομαι γιατί μαζί πάει και το γαριδάκι, και το καλαμάρι με ντομάτα κι αλάτι θαλασσινό και το ποτήρι γεμάτο παγωμένη μπύρα τζίζας κοριτσάκι, αλλά εγώ το ούζο μυρίζω, κι από κάτω μη το ξεχνάμε, η θάλασσα και μην κάνει κανείς το λάθος και πει α τι ωραία θάλασσα γιατί η θάλασσα στη μεσογγή ή μάλλον απ τις μπενίτσες για τους ξένους απ τη μπενίτσα για μας η θάλασσα είναι ένα δράμα γεμάτη μπάρους τους λέμε εμείς, φύκια ψηλά ως την επιφάνεια της θάλασσας τα λένε οι ξένοι, όμορφες θάλασσες το νησί της μάννας μου έχει δεκάδες αλλά καμμιά δεν ήταν σα τη μεσογγή και την παραλία μπροστά απ του παληκύρα γιατί δεν ήταν μόνο στου μπούκαρη που μύριζε ούζο, δεν ξέρω καν γιατί οι περισσότερες αναμνήσεις δικές μου αλλά και γενικώς συνδέονται με μια μυρωδιά ή μια μουσική και στου παληκύρα, στη μεσογγή, όλο μυρωδιές ξεχύνονταν να το διαβάσει κανείς αυτό θα νομίζει ότι διακοπές πήγαινα-πηγαίναμε για να φάμε , όχι, της τύχης παιχνίδι ήταν που η Κούρτη δεν ήταν πιά δικιά μας και μέναμε σαν τους τουρίστες σε δωμάτια κι αυτοί που είχαν τα δωμάτια είχαν παντρευτεί μαγείρισες εξτραορντιναίρ κι έτσι με την τσίμπλα στο μάτι ετών δώδεκα ή δεκατέσσερα παράγγελνα ένα φραπέ κι αυτό να μείνει παρακαλώ ασχολίαστο γιατί δεν συνάδει με την ηλικία και μια μερίδα πατάτες ή αυγά στραπατσάδα, και μετά σερνόμαστε τεμπέλικα μέχρι την παραλία, πέντε ολόκληρα μέτρα, ή άμα θέλαμε να μεγαλοπιαστούμε πεταγόμαστε πενήντα ολόκληρα μέτρα μέχρι την βίλα «αναμπέλλα» βίλα ένα και μισό δωμάτιο αλλά πάνω στη θάλασσα, βήμα και μπλουμ, και να σημειωθεί πως στη μικροσκοπική κουζίνα του είχε πλακάκια ψηφίδες πράσινες, το καλό γούστο ποτέ δεν έλειψε απ’ αυτό το σόϊ, ούτε κι απ τα’ άλλο για να είμαστε ακροβοδίκαιοι, μικρή λοιπόν η αναμπέλλα απ’ τ’ όνομα της δευτεροθείας μου αλλά μικρότερης κατά τρία έτη όμως πάντα με τσάντιζε να έχω θεία μικρότερη από μένα κι έτσι ξαδέλφη επιμένω να τη λέω, πάντως είχε τη γοητεία της η αναμπέλλα και γι άλλον ένα λόγο γιατί μαζεύονταν οι φίλοι της άντε να το πω θείας και του μεγαλύτερου θείου ουφ το είπα και χωρίς ψυχοθεραπεία δυό και τρία χρόνια μας ρίχνανε και το μέλλον προδιαγεγραμμένο σπουδές στην ιταλία κι εμάς, που η μοίρα μας μας προδιέγραφε για μια εντοπιότατη πάντειο, «να γίνεις παιδί μου σπουδαία δημοσιογράφος σαν την οριάννα φαλάτσι», η ιταλία μας φαινόταν άλλος πλανήτης, άλλος αιώνας, άλλη ζωή, ζηλευτή αλλά μην ξεχνάμε, από κάτω, δίπλα δε λες καλύτερα η θάλασσα, και στο βάθος ο Βούνος, και στο τέρμα του δρόμου, εκεί που τότε τέλειωνε η άσφαλτος, τέλειωνε κι ο δρόμος να πούμε με ακρίβεια, εκεί, από κάτω ή θάλασσα. Του Μπούκαρη.