Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



30.3.21

Αισθήσεις - όραση

"Λένε πως το σκοτάδι είναι μαύρο, αλλά εγώ δεν το ξέρω αυτό γιατί δεν έχω δει ποτέ το μαύρο" μου είπε ο Β. σε μια από τις πολύωρες συζητήσεις μας…

 Ας αρχίσουμε απ΄ το πράσινο του είπα, το πιο όμορφο είναι αυτό του πρωτόλαδου, απ’ τις ελιές που μαζεύονται στις αρχές του Οκτώβρη, τόσο παχύρευστο αλλά και τόσο διάφανο, απαλό, διακριτικό, σε αντίθεση με το πράσινο του σμαραγδιού που σε μαγνητίζει με τη λάμψη του, μόνο που η λάμψη εκτός από απατηλή είναι και σκληρή ενίοτε, αλλά υπάρχει και το άλλο πράσινο, το βερ-αμάντ, απαλό σαν αυτό που έχει η φλούδα του νεογέννητου αμυγδάλου, μαγικό δέντρο η μυγδαλιά κι ας μην την εκτιμούσα τόσο όταν ήμουν μικρή, σκέψου, δίνει αυτά τα υπέροχα ρόζ λουλούδια – κράτα το αυτό στο μυαλό σου του είπα, γιατί στο ροζ δεν φτάσαμε ακόμα – στην αρχή και μετά τον καφέ καρπό τυλιγμένο σ’ ένα βεραμάν πέπλο, όλοι οι τόνοι του παστέλ σε ένα δέντρο…. 

 Και μετά είναι το μπλέ, ένα χρώμα που είναι χίλια χρώματα μαζί, το καλοκαίρι στη θάλασσα, σαν πατάς μόλις το πόδι σου στα ρηχά, εκεί είναι το γαλάζιο και όσο ξεμακραίνεις σκουραίνει, σκούρο μπλε έχει λιγο πριν το ξημέρωμα ο ξάστερος, ετερόφωτος ουρανός, αυτός που τη μέρα, ανάλογα με τα κέφια του ήλιου είναι γαλανός, γκρίζος, ενίοτε και τυρκουάζ, αλλά τυρκουάζ κυρίως, είναι οι θάλασσες της Κεφαλλονιάς και γαλαζοπράσινες οι θάλασσες στους Αντίπαξους. 

 Σκέψου τώρα, άσε τις θάλασσες και τα καλοκαίρια και σκέψου ένα κοριτσάκι, να τριγυρίζει σ’ ένα λούνα παρκ κρατώντας ένα ξυλάκι με μαλλί της γριάς, ρόζ είναι το μαλλί της γριάς και γλυκό, και κολλάει στα δάχτυλα, κι ο αέρας της ανακατεύει τα μαλλιά που έχουν το χρώμα του μελιού, και τα μάτια της έχουν κι αυτά το χρώμα του μελιού και η ζάχαρη απ το μαλλί της γριάς κολλάει στα μαγουλάκια της, ροζ αυτό, ροζ και τα μάγουλα, στο σύνολο μια ωδή στο ροζ, ευκαιρία να κάνουμε μια παραλλαγή, ας φανταστούμε ότι είναι πιά κοπέλα, κρατάει στα χέρια της ένα λουκουμά, και μετά, γλύφει τη ζάχαρη που έχει μείνει πάνω απ’ το χείλι της, κι αυτό είναι το άσπρο, γλυκό κι όμορφο, άσπρο είναι και το γιασεμί που έχει ανέμελα περασμένο πάνω απ’ τα’ αυτί της, να μοσχοβολάει, όχι ότι χρειάζεται το άρωμα του γιασεμιού βέβαια…

 Κι η κοπέλα – ας κάνουμε μια φανταστική ιστορία μ’ αυτό το φανταστικό κορίτσι που έγινε κοπέλα κι ύστερα γυναίκα – μεγάλωσε, και μια μέρα τη συνάντησα να χορεύει μ’ ένα αγόρι ένα tango, ναι, οπωσδήποτε θέλει δύο αυτό το tango, και φορούσε ένα φόρεμα απαλό, που έμοιαζε με χάδι πάνω στο κορμί της, αέρινο, μεταξένιο, τρεμοπαίζει σε κάθε της κίνηση, έτσι όπως ρίχνει πίσω τα μελιά της μαλλιά τα χείλη μισανοίγουν καθώς η ανάσα βγαίνει άναρχη, και τα χείλη είναι κατακόκκινα, όπως και το φόρεμα είναι κατακόκκινο, όπως και τα ζουμιά απ τη φέτα το καρπούζι που τρέχουν πάνω στο γυμνό κορμάκι αυτού του τρίχρονου αγοριού που κάθεται ανέμελα πάνω στο πεζούλι χαζεύοντας τους περαστικούς γλάρους σ’ ένα άλλο σύμπαν, χωρίς tango αλλά με γλάρους και «ροδάθνες»… 

 Κι αν όλα αυτά είναι τα κόκκινα, τότε η φωτιά τι είναι; θα με ρωτήσεις και δικαίως, και θα σου απαντήσω πως η φωτιά δεν ήταν ποτέ κόκκινη, αλλά πορτοκαλί, λαμπερή κι επικίνδυνη, αλλά, αυτός ο κίνδυνος είναι που την κάνει τόσο ελκυστική, κι άλλο τόσο επικίνδυνο είναι το ν’ αφήσεις τη φωτιά σου να σβήσει, αυτό μην το κάνεις ποτέ. 

 Κι όμως, αν με ρωτούσες πιο είναι το πιο αγαπημένο μου χρώμα θα σου έλεγα το μωβ σε κάθε του μορφή, λιλά σαν τις πασχαλιές που ανθίζουν κάθε Απρίλη για να κάνουν τον κόσμο να δείχνει μαγικός και όπως κάθε τι μαγικό κρατάει λίγο έτσι κι αυτές ανθίζουν για λίγο μόνο, τόσο όσο χρειάζεται, λίγο πιο σκούρο, σαν τις λεβάντες που ανθίζουν όταν όλα τα άλλα γύρω τους μαραίνονται, και κυρίως το μωβ από τους μενεξέδες που κάθε χρόνο, την ίδια μέρα του Φεβρουαρίου ο παππούς μου χάριζε στη γιαγιά μου μ’ ένα καλλιγραφικό-τι άλλο;- σημείωμα: «Αγαπημένη μου Αλίκη, κάθε χρόνο τέτοια μέρα όσο ζω και σα δεν θα ζω, οι μενεξέδες θ’ ανθίζουν πάντα για σένα»


 **Ο Β. είναι εκ γενετής τυφλός, την εποχή εκείνη αριστούχος της νομικής και πλέον έγκριτος δικηγόρος, ασχολούμενος ενεργά με τα κοινά. Το παιχνίδι με τα χρώματα, ξεκίνησε σαν ένα ταξίδι γνωριμίας με έναν άγνωστο κόσμο σε μια προσπάθεια να γίνει ευκολότερη η καθημερινότητα των ανθρώπων με προβλήματα όρασης. Αν και η επικοινωνία μας έχει από καιρό σταματήσει – φόρτος εργασίας είναι η λέξη κατάρα της καθημερινότητας – χάρηκα όταν μια μέρα δημοσίευσε στο blog του τα χρώματα, σχεδόν ακριβώς όπως του τα έστελνα τότε… είναι αυτή η υπέροχη αίσθηση του «τελικά τίποτα δεν πάει χαμένο»

21.3.21

χαζό παπί μέρος 2ον-εις τας εξοχάς

Να τώρα μια ανάμνηση απ' αυτές που ξεπετάγονται απ' το πουθενά, είσαι λέει στη δευτέρα δημοτικού στο 26ο στην Κυψέλη, εκεί που την πρώτη μέρα νέα σε νέα γειτονιά - απ' το εξωτικό καλαμάκι και την παραλία του μπάτη τι γύρευες δύσμοιρη μικρή στο κέντρο καράκεντρο - και στο νέο σχολείο η μαμά σου άργησε να έρθει να σε πάρει την πρώτη μέρα αλλά εσύ είχες βάλει σημάδι την οδό μεγίστης, εντυπωσιακό αναμφισβήτητα όνομα για ένα εξαμισάχρονο, και πήρες ίσα το δρόμο και ρώτησες για την οδό μεγίστης και πάνω που ρώταγες σε βρήκε η μάμα σου, στο σήμερα θα είχανε πάθει εγκεφαλικό και όχι αδίκως, άλλοι καιροί, άλλοι κίνδυνοι, στη δευτέρα δημοτικού λοιπόν διότι ξεστρατίσαμε, τότε που ω του παραδόσξου είδες στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου ένα βιβλίο αριθμητικής με ένα υπέροχο εξώφυλλο κι έκλεψες απ' την τσέπη του μπαμπά ένα πενηνταράκι να πας να το αγοράσεις κι αυτό από μόνο του είναι μια απίστευτη ιστορία όχι γιατί ο μπαμπάς σου θα στου έπαιρνε τρία αν το ζητούσες, όχι ένα, αλλά γιατί είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας να επιθυμήσεις οτισήποτε έχει σχέση με μαθηματικά και μετά, ναι, αυτή είναι η βασική ανάμνηση, οι προαναφερθείσες απλά ξεφύτρωσαν σα ζιζάνια, για κάποιο λόγο μετά σε έγραψαν στα προσκοπάκια, ίσα που μια φορά πήγατε και μιλήσατε με μια γλυκύτατη ομαδάρχισα ή αρχηγό ή όπως τις λένε και την άλλη κυριακή πήγατε λέει εκδρομή στη Δροσιά και στο δρόμο τραγουδούσατε τα χριστανόπουλα θα πάμε με φτερά / να πούμε μήνυμα που φέρνει τη χαρά / μας περιμένει με λαχτάρα όλη η γη / κι εμείς κινήσαμε πρωί με την αυγή, και παίξατε στας εξοχάς και καθίσατε στο πασίγνωστο τότε αλλά και μετέπειτα "εξοχικό κέντρο", ενδέχεται να ήπιες και μια γκαζόζα, και μέχρι εκεί ήταν η καριέρα σου με τους προσκόπους, το γιατί δεν συνεχίστηκε ουδείς πλέον από τους γνωρίζοντες βρίσκεται εν ζωή κι εσύ που μπορεί απλά να μη σου άρεσε δε θυμάσαι... Πεϊνιρλί πάντως, δεν έφαγες!!

20.3.21

Ξεχάστηκε

Μια μέρα πριν απ' τον "επίσημο" ερχομό της άνοιξης κι αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό είναι τόσο μουντό και τόσο τεμπέλικο.... Λες κι η άνοιξη, που την κλειδώσαμε έξω ένα χρόνο και κάτι μέρες πριν, δεν τολμάει να χτυπήσει την πόρτα και να ξανάρθει..
Κι αυτά τα βελανίδια, τι στο καλό κάνουν ακόμα στην βεράντα μου;

16.3.21

Στου Μπούκαρη


 

Τι είναι αυτό που έβαλες για screensaver;  με ρώτησε

Του μπούκαρη, αποκρίθηκα

Τι είναι ο μπούκαρης;  με ρώτησε ξανά

Τι να σου πω τώρα; Ένα στενό δρομάκι κι από κάτω η θάλασσα. Και πάνω στο δρομάκι δυό καρέκλες. Κι από κάτω η θάλασσα. Και η μυρωδιά του ούζου, που σκασίλα μου για το ούζο, ποτέ δεν ήπια και μια φορά δοκίμασα και δε μ’ άρεζε-η Νατάσσα μου όμως το αγαπούσε- αλλά στο ούζο ορκίζομαι γιατί μαζί πάει και το γαριδάκι, και το καλαμάρι με ντομάτα κι αλάτι θαλασσινό και το ποτήρι γεμάτο παγωμένη μπύρα τζίζας κοριτσάκι,  αλλά εγώ το ούζο μυρίζω, κι από κάτω μη το ξεχνάμε, η θάλασσα και μην κάνει κανείς το λάθος και πει α τι ωραία θάλασσα γιατί η θάλασσα στη μεσογγή ή μάλλον απ τις μπενίτσες για τους ξένους απ τη μπενίτσα για μας η θάλασσα είναι ένα δράμα γεμάτη μπάρους τους λέμε εμείς, φύκια ψηλά ως την επιφάνεια της θάλασσας τα λένε οι ξένοι, όμορφες θάλασσες το νησί της μάννας μου έχει δεκάδες αλλά καμμιά δεν ήταν σα τη μεσογγή και την παραλία μπροστά απ του παληκύρα γιατί δεν ήταν μόνο στου μπούκαρη που μύριζε ούζο, δεν ξέρω καν γιατί οι περισσότερες αναμνήσεις δικές μου αλλά και γενικώς συνδέονται με μια μυρωδιά ή μια μουσική και στου παληκύρα, στη μεσογγή, όλο μυρωδιές ξεχύνονταν να το διαβάσει κανείς αυτό θα νομίζει ότι διακοπές πήγαινα-πηγαίναμε για να φάμε , όχι, της τύχης παιχνίδι ήταν που η Κούρτη δεν ήταν πιά δικιά μας και μέναμε σαν τους τουρίστες σε δωμάτια κι αυτοί που είχαν τα δωμάτια είχαν παντρευτεί μαγείρισες εξτραορντιναίρ κι έτσι με την τσίμπλα στο μάτι ετών δώδεκα ή δεκατέσσερα παράγγελνα ένα φραπέ κι αυτό να μείνει παρακαλώ ασχολίαστο γιατί δεν συνάδει με την ηλικία και μια μερίδα πατάτες ή αυγά στραπατσάδα, και μετά σερνόμαστε τεμπέλικα μέχρι την παραλία, πέντε ολόκληρα μέτρα, ή άμα θέλαμε να μεγαλοπιαστούμε πεταγόμαστε πενήντα ολόκληρα μέτρα μέχρι την βίλα «αναμπέλλα» βίλα ένα και μισό δωμάτιο αλλά πάνω στη θάλασσα, βήμα και μπλουμ, και να σημειωθεί πως στη μικροσκοπική κουζίνα του είχε πλακάκια ψηφίδες πράσινες, το καλό γούστο ποτέ δεν έλειψε απ’ αυτό το σόϊ, ούτε κι απ τα’ άλλο για να είμαστε ακροβοδίκαιοι, μικρή λοιπόν η αναμπέλλα απ’ τ’ όνομα της δευτεροθείας μου αλλά μικρότερης κατά τρία έτη όμως πάντα με τσάντιζε να έχω θεία μικρότερη από μένα κι έτσι ξαδέλφη επιμένω να τη λέω, πάντως είχε τη γοητεία της η αναμπέλλα και γι άλλον ένα λόγο γιατί μαζεύονταν οι φίλοι της άντε να το πω θείας και του μεγαλύτερου θείου ουφ το είπα και χωρίς ψυχοθεραπεία δυό και τρία χρόνια μας ρίχνανε και το μέλλον προδιαγεγραμμένο σπουδές στην ιταλία κι εμάς, που η μοίρα μας μας προδιέγραφε για μια εντοπιότατη πάντειο, «να γίνεις παιδί μου σπουδαία δημοσιογράφος σαν την οριάννα φαλάτσι», η ιταλία μας φαινόταν άλλος πλανήτης, άλλος αιώνας, άλλη ζωή, ζηλευτή αλλά μην ξεχνάμε, από κάτω, δίπλα δε λες καλύτερα η θάλασσα, και στο βάθος ο Βούνος, και στο τέρμα του δρόμου, εκεί που τότε τέλειωνε η άσφαλτος, τέλειωνε κι ο δρόμος να πούμε με ακρίβεια, εκεί, από κάτω ή θάλασσα. Του Μπούκαρη.