Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



8.10.24

Αστακοί, διαβολικές μπουκάλες και parkour

 




Αστακό - κανονικό κόκκινο, κατακόκκινο κι όχι σαν αυτόν τον υπέροχο μεν καλλιτεχνική αδεία άσχετο μπλέ δε της emma bridgewater - πρωτοέφαγε στη Μύκονο.
Αυτήν την Τότε Υπέροχη Μύκονο, στα τέλη των 60ς, πολύ πριν την ανακαλύψουν  ή ανακαλυφθούν και οι ίδιοι οι σελέμπριτις, εκείνο το καλοκαίρι που επέλεξαν το νησί για να ανοίξουν ένα παράρτημα της μπουτίκ τους (οι μεγάλοι κι όχι αυτή, το νιάνιαρο) ακριβώς στο κέντρο της παραλίας, σ'ένα σπίτι  που έμεινε στην ιστορία ως το Σπίτι Με Τις Διαβολικές Μπουκάλες διότι το νερό δεν πινόταν στη μύκονο και παίρνανε εμφιαλωμένο πριν ανακαλυφθεί το πλαστικό και τα βράδια που σηκωνόταν ο αέρας πουνέντες ή σταβέντος άγνωστο και άσχετο οι γυάλινες μπουκάλες δίναν τη δική τους συναυλία κατρακυλώντας στην ταράτσα μιας και στον πρώτο όροφο ήταν και το σπίτι που έμεναν, παραδίπλα το λιμάνι που ήταν λιμάνι μόνο για ψαρόβαρκες και κότερα τότε καθώς ήταν ρηχό και τα καράβια έδεναν αρόδου και σε παρελάμβαναν οι λάντζες όπου πήδαγες ως άλλος παρκουρίστας και αν ήσουν τυχερός πατούσες στη βάρκα κι έπειτα στη στεριά, αν πάλι όχι, βρισκόσουν στη θάλασσα σαν τη βαλίτσα και το τρανζιστοράκι της γιαγιάς Αλίκης που δεν σημάδεψε σωστά, Tv περσόνες δεν υπήρχαν τότε στη μύκονο, μόνο κάτι παλαιάς κοπής αριστοκράτες ή επίσης παλαιάς κοπής ξύλινα κότερα τα οποία τροφοδοτούσε ο διπλανός μπακάλης κουβαλώντας κι αυτήν με τη βάρκα μήπως και πιεί το γάλα της πάντα με μια κουταλιά νεςκαφέ μέσα κι ας ήταν 8 ή 9 μόνο, στις καφετέριες σέρβιναν μπρέκφαστ με βούτυρο και μέλι που σέρβιραν οι ίδιες οι μέλισσες αυτοπροσώπως κι αυτή να μην τολμάει ν' απλώσει χέρι, μιλάμε για τρομοκρατία των μελισών, οι εκκλησίες ήταν πάντα αμέτρητες και τις γνώριζε σχεδόν όλες αφού και το επόμενο καλοκαίρι στη Μύκονο ήταν, αυτή τη φορά με την μαμά, τον μπαμπά και την αλίκη και την κυρία μαρία τη χοντρή, ολίγον νταντά, ολίγον δεν θυμάμαι κι εγώ τι, να την κυνηγάει γύρω από τις εκκλησίες για να πιεί το γάλα της (εφιάλτης για τους άλλους το γάλα, αυτή, σκασίλα της δεν το έπινε) πάντα με μια κουταλιά καφέ μόνο που η κυρία μαρία δεν έβαζε νεςκαφέ αλλά τούρκικο και το κορίτσι της ιστορίας μισούσε τον τούρκικο, οι αστακοί λοιπόν, σ' αυτήν την παρθένα και πανέμορφη μύκονο τότε που η ψαρού ζήτημα ήταν αν φιλοξενούσε πέντε κολυμβητές, έβγαιναν με τις καλαθούνες στο λιμάνι και βουτούσαν κατ' ευθείαν στην κατσαρόλα του εστιατορίου, κοκκίνιζαν κι έφταναν στο πιάτο σου απλοί, απλούστατοι με λαδολέμονο, μπουκιά και συγχώριο....

Χρόνια αργότερα, κάτι λιγότερο από είκοσι, έφαγε ξανά αστακό, στην επίσης τότε παρθένα Μυτιλήνη, μόνο που ήταν καφετής γιατί ήταν baby lobster, τον έψηναν στα κάρβουνα και τον μαγάριζαν με μαγιονέζα. Άλλοι καιροί, άλλα μαγειρέματα, άλλοι τόποι, άλλο κεφάλαιο....

7.8.21

words fail me...

 



που θα κρύβονται τώρα οι νεράϊδες;

τώρα που όλα έγιναν στάχτη;


“O ye, I tell thee 

Tis a faerie tree for sure.” 🕊

  For the many secrets it does hold, the many other worlds it does know. O honour the spirit and the nymphs of this tree, for beneath it dwells the Aes Sídhe and for that much I know.

Athey Thompson




3.7.21

Στη σκιά

 


Οι ορτανσίες μου έχουν γύρει τον ανθό τους κουρασμένες απ’ τον καύσωνα.

Στην πλαστή δροσιά του κλιματιστικού, αυτή τη δροσιά που μισώ κυρίως γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, ψάχνω το καταφύγιό μου απ’ τη ζέστη στις γωνιές αυτές του μυαλού μου που κανείς δεν έχει πρόσβαση - εκτός αν του δώσω εγώ.

Σο σπίτι του παππού Ζ και της γιαγιάς Κ, ο αιωνόβιος ευκάλυπτος έριχνε τη σκιά του στην μπροστινή αυλή, αλλά το απόγευμα. Μπροστά απ’ τον ευκάλυπτο η θάλασσα, ανέβαινες τα τρία σκαλάκια, η αυλή τσιμεντένια για να χωράει το «σόϊ» ή πιο σωστά «ΤΟ σόϊ»-τα δέντρα ήταν στην πίσω αυλή, δέντρα κι ότι άλλο ήθελες, μην ψάχνεσαι για καλοσχεδιασμένες ινσταγκραμικές αυλές, ένα πιθάρι εδώ, ένα γυάλινο μπουκάλι εκεί να μαζεύει ζεστό νερό, μια κορομηλιά, πέντ’ έξι ψωραλέες γάτες, δυό τρεις φερ φορζέ-, τσιμεντένια λοιπόν, η μπροστινή βεράντα, αλλά η σωτηρία απ’ τον καύσωνα ήταν μέσα, στα κουφωτά παντζούρια, στα λεπτά σεντόνια από γάζα πάνω σε κάθε κρεββάτι ή ράντζο, σ’ ένα γυάλινο βάζο με τα πασπαλισμένα με ζάχαρη μπισκότα που έφερνε ο θείος Διονύσης και, κυρίως, στη μυρωδιά απ’ το φιδάκι σε κάθε δωμάτιο κι είναι αυτή η μυρωδιά απ’ το φιδάκι που απεγνωσμένα αναζητώ κάθε που το θερμόμετρο χτυπάει τους 35, μέχρι και τα φιδάκια τώρα τα κάνανε πολίτικλυ κορρέκτ και δεν μπορείς να μαστουρώσεις, τα σεντόνια από γάζα δεν υπάρχουν πουθενά αλλά η Αγγλία παίζει απόψε ενάντια στα Ουκρανά και πολύ θα το χαρώ να φτάσει στον τελικό, βασικά θα το χαιρόμουν διπλά αν έφταναν στη θέση τους οι σκωτσέζοι ή οι ουαλοί αλλά ομάδες δεν έχουν, προς τιμήν τους λοιπόν, ο Ray Davies στο πικάπ και, αυτό εδώ το τραγούδι αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους όσους πιστεύουν ότι αυτό που ζούμε είναι μια καλή ζωή….

'Cause he gets up in the morning,

And he goes to work at nine,

And he comes back home at five-thirty,

Gets the same train every time.

'Cause his world is built 'round punctuality,

It never fails.

And he's oh, so good,

And he's oh, so fine,

And he's oh, so healthy,

In his body and his mind.

He's a well respected man about town,

Doing the best things so conservatively.

And his mother goes to meetings,

While his father pulls the maid,

And she stirs the tea with councilors,

While discussing foreign trade,

And she passes looks, as well as bills,

At every suave young man.

'Cause he's oh, so good,

And he's oh, so fine,

And he's oh, so healthy,

In his body and his mind.

He's a well respected man about town,

Doing the best things so conservatively.




8.6.21

Το νήμα....

 


Nothing ever begins. There is no first moment, no single word or place from which this or any other story springs. The thread can always be traced back to some earlier tale, and to the tales that preceded that…..”

Τρεις υφάντρες ύφαναν το υφάδι της ζωής της κι άλλες δύο βοήθησαν. Τρεις γυναίκες τόσο διαφορετικές η μια απ’ την άλλη, αλλά όλες, με το δικό της τρόπο η καθεμιά, μοναδικές. Τα μαγικά τους χέρια άγγιξαν το νήμα, το στριφογύρισαν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα όμορφα κρινοδάχτυλα ή ανά περίπτωση στα αργασμένα δάχτυλά τους, τύλιξαν, ξετύλιξαν, το κουβάρι άλλαξε χρώματα, περισσότερα χρώματα σίγουρα απ’ το ουράνιο τόξο, άλλοτε παστέλ, άλλοτε ασημιά σα το νιό φεγγάρι, άλλοτε φανταχτερά σα το καλοκαίρι ή σκούρα σαν τον αγριεμένο χειμωνιάτικο ουρανό αλλά ποτέ, μα ποτέ σου ορκίζομαι δεν ήταν μουντά…

Η Καλλιόπη, η Αλίκη, η Νατάσσα. Η μια μικροκαμωμένη, τοσοδούλα σχεδόν, αεικίνητη, λατρευτική, μεγάλωσε τρεις γιούς κι ας μην την έπιανε το μάτι σου. Μισή Σαλονικιά και μισή Φραγκοσυριανή, κράτησε τη μαγειρική παράδοση των προγόνων της και τα τραπέζια της ήταν ξακουστά-όσο ξακουστή ήταν κι αγάπη της για τον άντρα της-κι αντίστροφα, μέχρι τι τέλος.

Η άλλη, πανέμορφη κι αυτή, αλλά δεν ήταν αυτό που την έκανε ξεχωριστή, ήταν η αδάμαστη δίψα της για τη ζωή, οι ανησυχίες της, το όνειρό της να γίνει γιατρός ερευνήτρια σε μια εποχή που οι γυναίκες μετά βίας τέλειωναν το δημοτικό, ήταν η δύναμή της, να παίρνει τη ζωή τους στα χέρια της κι εκεί που νομίζεις πως χάθηκαν όλα αυτή να τα ξαναφτιάχνει – αυτά κι άλλα τόσα – απ’ το μηδέν, ήταν το χαμόγελό της, το χάδι της, ο τρόπος που σου σταύρωνε το μαξιλάρι κάθε βράδυ-«καληνύχτα, όνειρα γλυκά, η παναγιά κοντά σου δε θα δεις άσχημα όνειρα», ήταν η αγάπη της για τον άντρα της κι αντίστροφα, μέχρι το τέλος.

Η τρίτη, τελευταία μόνο χρονικά, ήταν αλλουνού παπά ευαγγέλιο: όμορφη σα τη μάννα της ήταν, αλλά εκεί σταματούσε κάθε ομοιότητα. Ο δικός της κόσμος ήταν καλά κρυμμένος, η δύναμή της ήταν εσωτερική, τα όνειρά της δεν τα εκμυστηρεύθηκε ποτέ σε κανένα. Υποψιάζομαι γιατί δεν υπήρξαν απραγματοποίητα όνειρα… αγαπήθηκε πολύ, αγάπησε πολύ, κι έτσι όπως την βλέπω τώρα από απόσταση, δε νομίζω να ήθελε κάτι άλλο. Αυτό που λέμε προκομμένη γυναίκα, ηχεί στις μέρες μας ίσως παλιομοδίτικο, ίσως «λίγο» τώρα που όλες οι γυναίκες αρέσκονται στην αναρρίχηση, όμως, πίστεψέ με, δεν είναι καθόλου λίγο να είσαι υπέροχη σύντροφος, στοργική μαμά, αγαπημένη νύφη, να έχεις υπάρξει μικρή η ψυχή της παρέας, να έχεις στη συνέχεια μεγαλόψυχα παραχωρήσει αυτό το ρόλο και να μένεις απλά να φροντίζεις, γιατί το να φροντίζεις είναι η δυσκολότερη τέχνη μετά το να αγαπάς κι αυτή τα έκανε και τα δύο τέλεια.

Κι έτσι όπως έπλεκαν και στριφογύριζαν το νήμα αυτό της ζωής σου, γύρω τους γύρναγαν και βοηθούσαν, κι έπαιρναν μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι άλλες δύο γυναίκες, από διαφορετική γραμμή αίματος, των οποίων η παρουσία χωρίς να είναι καθημερινή, σου έμεινε αξέχαστη. Η Αμαλίτσα ήρθε στα χτήματα της οικογένειας της Αλίκης σαν εργάτρια για τις ελιές. Ο μεγάλος γιός του γαιοκτήμονος την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε, αλλά οι τρεις από τις τέσσερεις αδελφές του που δεν μπορούσαν να δεχτούν μια λιομαζώχτρα για νύφη τους πέταγαν στο πηγάδι της Κούρτης τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα για να την κατηγορήσουν για κλοπή. Μόνο η Αλίκη δεν έπαιξε αυτό το «παιχνίδι» κι Αμαλία δεν το ξέχασε ποτέ. Ότι ήταν της Αλίκης, κατά συνέπεια κι εσύ, ήταν αντικείμενο αγάπης και λατρείας. Η Αμαλία, έμεινε στην Κούρτη μέχρι τα βαθιά της γεράματα κι ήταν από τους πιο αγνούς ανθρώπους που θα γνώριζες ποτέ.

Και μετά, ήταν η Χριστίνα. Χωριατοπούλα απ’ τα Μπραγανιώτικα, που νομίζεις ότι σε όλη της τη ζωή θα ήταν ακριβώς η ίδια, φαντάζεσαι πως δεν ήταν ποτέ παιδί, ούτε ποτέ γριά, πως τότε που μεγάλωνε τον σαν τροφός τον παππού σου ήταν ίδια κι απαράλλακτη όπως τα καλοκαίρια που υποδεχόταν εσένα στο σπίτι της θείας Έλλης πάνω απ’ το Λιστόν, με την παραδοσιακή φορεσιά της Κέρκυρας και την μαντήλα στο κεφάλι, μ’ αυτό το μεγάλο στήθος, που θαρρείς και μάλλον δεν πέφτεις έξω πως μεγάλωσε κι έθρεψε όχι μόνο τον παππού σου αλλά και όλο το επόμενο σόϊ, που σ’ έκλεινε πάνω του και μέσα στην αγκαλιά της ασφυκτικά, και σε φίλαγε μ’ ένα φιλί. Σφυριχτό; Ρουφηχτό; δεν έχεις ξανακούσει τέτοιο φιλί ποτέ στη ζωή σου, η Χριστίνα ήρθε απ’ τον προ-προηγούμενο αιώνα και διέτρεξε όλον τον προηγούμενο, αλλά βαθειά μέσα σου ξέρεις πως μάλλον είναι αιώνια και τέλος πάντων, αυτό το υφάδι της ζωής σου το ύφαναν αυτές οι τρεις και δύο γυναίκες (όχι μόνο, αλλά για τους άντρες θα σου πω άλλη στιγμή), ένας ανεμοστρόβιλος χαράς και αγάπης, ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων, εικόνων, ερεθισμάτων, όλα αυτά και δέκα φορές τόσα που δεν υπάρχουν λέξεις να τα περιγράψουν, έπρεπε όμως με κάποιο τρόπο να ειπωθούν, όλα αυτά που είσαι εσύ σήμερα και που μόνο ένας άνθρωπος κατάφερε να δει-και να σου πω κάτι; Δεν χρειαζόσουν και παραπάνω….

9.5.21

Η μέρα που στη Γη πατήσαμε το Pause

 



425 μέρες περίπου πέρασαν από τότε που στον πλανήτη πατήσαμε το pause.

Τώρα – σχεδόν 425 μέρες μετά – που ο πλανήτης ετοιμάζεται να πατήσει το restart, αντί να γκρινιάζουμε για τα Χριστούγεννα που δεν πήγαμε στα μπουζούκια, για το Πάσχα που δεν πήγαμε στο χωριό (αυτό το ίδιο χωριό στο οποίο δεν καταδεχτήκαμε να ζήσουμε αλλά προτιμήσαμε τους τέσσερις τοίχους ενός «διαμπερούς») να σφάξουμε τους αμνούς και να ξεφαντώσουμε με κλαρίνα, για τον καφέ που δεν μπορούσαμε να πιούμε με τις κολλητές μας και την άβαφτη ρίζα, μήπως, λέω μήπως είναι ευκαιρία να κοιτάξουμε για τελευταία ίσως φορά έξω απ’ το παράθυρο του διαμπερούς την Πάρνηθα ή τον Όλυμπο;

Μην πάει ο νους σου στο κακό, εμείς καλά θα είμαστε, αλλά μόλις τα δισεκατομμύρια ξαμοληθούν πάλι ελεύθερα ούτε η Πάρνηθα θα φαίνεται, ούτε ο Όλυμπος αλλά πιθανότατα ούτε η θάλασσα από μπαλκόνι στην Πειραϊκή. Το νέφος θα ξαναπάρει την θέση που τόσο άδικα του στέρησε το λοκντάουν, κι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν.

Κανένας κοκκινολαίμης δεν θα πλησιάσει τόσο τολμηρά την αυλή σου, ούτε κιρκινέζες θα πετάξουν πάνω απ’ το όμορφο κεφαλάκι σου.

Οι χελώνες μάταια θα προσπαθούν να προστατέψουν τα’ αυγά τους από τις αδυσώπητες τουριστικές πατούσες στο Λαγανά κι όπου αλλού παρεπιδημούν οι καρέτα καρέτα, τα δελφίνια κι οι φάλαινες που για ένα χρόνο και κάτι ένιωσαν-πως τόλμησαν!!- ότι οι θάλασσες ήταν και πάλι δικές τους κι έπαιζαν και τραγουδούσαν αμέριμνα, τώρα να δεις που θα ξαμοληθούν τα τζετσκι και τα τζετσετ τι έχει να γίνει, να μην πω για τα μικρά πιγκουινάκια που νόμισαν ότι είχαν όλα τα βράχια δικά τους-θράσος που το είχαν κι αυτά!

Ναι, θα μου πεις είναι πράγματ’ αυτά, να περπατάνε ελάφια στη μέση των δρόμων και αλεπούδες να βολτάρουν αμέριμνες στα πάρκα; Στα πάρκα που φτιάχτηκαν [εκεί-που-κάποτε-ήταν-δάσος-και-χώμα-και-μετά-το-τσιμεντώσαμε-και-χτίσαμε-πόλεις-τέρατα] για να έχουμε πνεύμονες πρασίνου, να παίζουμε εμείς και τα παιδιά μας;

425 μέρες περίπου από τη μέρα που πατήσαμε το pause, και λίγο πριν πατήσουμε το restart μήπως είναι καιρός να αναλογιστούμε πως αυτές οι μέρες ήταν οι μοναδικές που η γή ανέπνευσε; Μήπως πρέπει ν’ αφήσουμε στην άκρη τον ανθρωποκεντρισμό μας και να σκεφτούμε πως η Γη δεν μας ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα. Ίσως το μεγαλύτερο μέρος της δεν μας ανήκει καν, αλλά το δανειστήκαμε-άτσαλα; βίαια; το υποκλέψαμε; το στερήσαμε; από πλάσματα στα οποία πραγματικά ανήκε.

Ας σκεφτούμε πως δεν χρειάζεται να χαθούν εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές για να αναπνεύσει ο πλανήτης, αρκεί να κάνουμε ένα μικρό shift στο διακόπτη της δικής μας ζωής.

 

***Οι σκέψεις αυτές στριφογύριζαν στο μυαλό μου απ’ τον πρώτο μήνα του λοκντάουν, τότε που το μπαλκόνι μου στο κέντρο της Αθήνας επισκέπτονταν πλάσματα που δεν είχα ξαναδεί, όμως θα τις κρατούσα σφιχτά κλεισμένες στην αγκαλιά μου αν δεν ερχόταν αφ’ ενός το ντοκυμαντέρ του David Attenborrough The Year Earth Changed” να επιβεβαιώσει τις σκέψεις μου και αφ’ ετέρου όλες αυτές οι φωνές και τα παράπονα όσων δεν «τους αφήσανε» να κάνουν Πάσχα στο χωριό-το χωριό το ρώτησε κανείς;


1.5.21

Ουρανέ μου

 




Μάνα μου μάνα

στο δρόμο μου σπείρανε

πέτρα κι αψιθιά.

Μάνα μου μάνα

τα νιάτα μου γείρανε

κάτω απ’τα σπαθιά.

 

Ουρανέ μου

στείλε μου νερό

να ποτίσω την έρημο

να φυτρώσει

λουλούδι δροσερό

στο κορμί μου τ’αέρινο

μάνα μου μάνα

την άνοιξη φέρε μου

πάνω στο σταυρό.

 

Μάνα μου μάνα

ηλιόλουστη μέρα μου

πότε θα σε βρω.

 

Ουρανέ μου

διώχ’τη συννεφιά

να περάσω τα σύνορα

κι ένα βράδυ

πάνω στα βουνά

να χτυπήσω τα σήμαντρα

μάνα μου μάνα

στα χέρια μου σήμερα

καίνε τα καρφιά.

Ουρανέ μου

στείλε μου νερό

να ποτίσω την έρημο

να φυτρώσει

λουλούδι δροσερό

στο κορμί μου τ’αέρινο

μάνα μου μάνα

τον ήλιο σου φέρε μου

πάνω στο σταυρό



Ο καθένας μας δικαιούται τη δική του.
Καλή Ανάσταση!!

29.4.21

Αισθήσεις - αφή, γεύση


 

Αγγίζω, γεύομαι, δύο αισθήσεις μαζί, δεν ξέρεις ποια προηγήθηκε, μάλλον το άγγιγμα, τότε που ο μπαμπάς σου σου έδειξε πώς να κλείνεις τις χούφτες σου, ήσουν δεν ήσουν 4 χρονών εκεί στα "βραχάκια της θείας της Κάκιας" και στη σκιά του ευκάλυπτου, να κλείνεις τις χούφτες σου για να παγιδεύεις τα παρεπιδημούντα γαριδάκια, και μετά, σχεδόν τελετουργικά να τα βάζεις ολόκληρα (ήταν δεν ήταν δυο εκατοστά, τρία το πολύ έτσι κι αλλιώς) και φυσικά ζωντανά στο στόμα σου ανασηκώνοντας το κατσαρομάλικο κεφαλάκι σου στον ήλιο και μισοκλείνοντας τα μάτια από την ηδονή της γεύσης του αλατιού-καταλήξαμε λοιπόν: η γεύση ακολούθησε.

Από τότε χάϊδεψες, άγγιξες, ψηλάφησες. Πρόσωπα, μεταξένιες μπούκλες, μεταξένια ρούχα, απαλά κορμιά, άφησες να κυλήσει ανάμεσα στα χέρια σου η άμμος της θάλασσας και το χώμα της γης και δανείστηκες μ’ ευγνωμοσύνη βρύα απ τα γέρικα δέντρα για το νεραϊδόσπιτό σου.

Από τότε γεύτηκες, δοκίμασες. Φίλησες, έγλυψες με τη γλώσσα σου το αλάτι όπως στέγνωνε στο δικό σου κορμί ή στο κορμί ενός άλλου, δάγκωσες απαγορευμένους καρπούς κι άφησες τους χυμούς τους να τρέξουν, να βάψουν τα χείλη σου, να κυλήσουν στο λαιμό σου γεμίζοντάς σε γλυκειά ηδονή κι ας ήξερες βαθειά μέσα σου πως αν λερωθείς θα υπάρξει τιμωρία, αλλά δε σ’ ένοιαξε γιατί ήταν τόσο γλυκό, τόσο όμορφο, τόσο απαγορευμένο….

Κρατάς για το τέλος το πιο όμορφο, γιατί τα πιο όμορφα πάντα έρχονται λίγο πιο πριν απ’ το τέλος…. Ν’ αφήνεις τα δάχτυλά σου να ταξιδεύουν στο πιο απαλό δέρμα του κόσμου-δικό σου πιά, όχι απαγορευμένο. Και να δαγκώνεις το πατουσάκι του Α – «είναι στραβά τα δάχτυλα του ποδιού μου γιαγιά» - έτσι ακριβώς όπως εικοσιπέντε χρόνια πριν δάγκωνες του Μ.

Εντάξει, δε νομίζω ότι πρέπει να έχεις παράπονο…..

12.4.21

Αισθήσεις - όσφρηση

 






Πολύ απλά, σχεδόν επιγραμματικά:

1980, Brazilian-Βουκουρεστίου 1 - espresso  και φρεσκοψημένο κρουασάν. Και τα δύο αρώματα χάθηκαν όταν έκλεισε το Brazilian.

1981, Le Meridien, Βουκουρεστίου 2 - Poison.  Πρώτα έμπαινε αυτό στο χώρο, μετά η Ντορέττα Δρ. Κομψή, Δυναμική, Γυναίκα, όλα δηλαδή όσα εσύ δεν έβλεπες σε σένα, τα έβλεπαν όμως όλοι οι άλλοι, μόνο που άργησες κουτό παπί να το πάρεις χαμπάρι….

1981, Σκαλιά 3ου ορόφου πολυκατοικίας Πατησίων κι Αγαθουπόλεως - Aux Printemps, Pacco Rabanne. «Σε κατάλαβα απ’ το άρωμά σου πριν μπω στο ασανσέρ!»

2006, Κάπου, οπουδήποτε, παντού, όμορφα – Pour Elle, Pacco Rabbane. “Pas pour elle, pour Vous”

2010-untill the End – a song:

Genevieve wears Dior,
Margaret wears Tresor
Mary Jo wears Lauren
But you don't wear no perfume

Deborah wears Clinique
Marianne wears Mystique
Judith wears Shalimar
But you don't wear no perfume

That's why I want to spend my life with you,
That's why I want to spend my life with you

Well, pretty boy, you don't wear no perfume either...


*η μυρωδιά του ταλκ στο αδύνατο μωρουδίστικο κορμάκι του, εκτός συναγωνισμού



5.4.21

Αισθήσεις-ακοή

 


Δεν θα ήταν βλασφημία να πεις ότι για πρώτη φορά άκουσες – όχι άκουσες κάτι ωραίο αλλά να, σαν να υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή πλήρης απουσία ήχων – όταν ένα πρωί αξημέρωτα άκουσες την passacaglia από την 7η σουΐτα για πιάνο του Χαίντελ-ασφαλώς με τον Γκαβρίλωφ, ναι, θα μπορούσες σίγουρα να πεις Άκουσα, όχι eureka, και θα ήταν απολύτως κατανοητό, αλλά μετά έρχεσαι στα συγκαλά σου και θυμάσαι ότι για πρώτη φορά άκουσες όταν σου ζήτησε παραμύθια με μπινινίνες, ή να παίξει με τον Ιτότονο και σίγουρα κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο στις 4:00 το απόγευμα – πάνω-κάτω 4:00, δεν είμαστε και Λονδρέζοι να μιλάμε για δρομολόγια ακριβείας – που έμπαινε στο λιμάνι "Ο Κοτσιδώνας, ο Κοτσιδώνας" ή δε μπορούσε να δέσει η Ροδάθνη, και για να μην ξεχάσεις ποτέ την πρώτη φορά που άκουσες, ξαναπέταξαν γύρω σου ήχοι απίθανοι, αστείοι, μελιστάλαχτοι, σαν να πέταγες μπουίς ζώνη ασφαλείας, σα να χόρταιναν όλες οι αισθήσεις σου με μπάμπουργκερ, κι ας θύμωνες "θα πάρω το μποκ και το αυτοκινητάκι μου και θα πάω σπίτι" και, ναι, δε σου κάνω πάκα, αλλά πάντα υπάρχει μια ακόμη φορά που επίτηδες αφήνεις τελευταία, κι ας πρωτάκουσες για μια ακόμη φορά τότε, επ’ αφορμή, και όχι ανακράζοντας, Hallelujah, όταν πίσω και δεξιά απ’ τα αυτί σου και φυσικά ψηλότερα, μια φωνή, σε ρώτησε "Πείτε μου Κυρία Σ. στ’ αλήθεια ξέρετε τον John Cale";


30.3.21

Αισθήσεις - όραση

"Λένε πως το σκοτάδι είναι μαύρο, αλλά εγώ δεν το ξέρω αυτό γιατί δεν έχω δει ποτέ το μαύρο" μου είπε ο Β. σε μια από τις πολύωρες συζητήσεις μας…

 Ας αρχίσουμε απ΄ το πράσινο του είπα, το πιο όμορφο είναι αυτό του πρωτόλαδου, απ’ τις ελιές που μαζεύονται στις αρχές του Οκτώβρη, τόσο παχύρευστο αλλά και τόσο διάφανο, απαλό, διακριτικό, σε αντίθεση με το πράσινο του σμαραγδιού που σε μαγνητίζει με τη λάμψη του, μόνο που η λάμψη εκτός από απατηλή είναι και σκληρή ενίοτε, αλλά υπάρχει και το άλλο πράσινο, το βερ-αμάντ, απαλό σαν αυτό που έχει η φλούδα του νεογέννητου αμυγδάλου, μαγικό δέντρο η μυγδαλιά κι ας μην την εκτιμούσα τόσο όταν ήμουν μικρή, σκέψου, δίνει αυτά τα υπέροχα ρόζ λουλούδια – κράτα το αυτό στο μυαλό σου του είπα, γιατί στο ροζ δεν φτάσαμε ακόμα – στην αρχή και μετά τον καφέ καρπό τυλιγμένο σ’ ένα βεραμάν πέπλο, όλοι οι τόνοι του παστέλ σε ένα δέντρο…. 

 Και μετά είναι το μπλέ, ένα χρώμα που είναι χίλια χρώματα μαζί, το καλοκαίρι στη θάλασσα, σαν πατάς μόλις το πόδι σου στα ρηχά, εκεί είναι το γαλάζιο και όσο ξεμακραίνεις σκουραίνει, σκούρο μπλε έχει λιγο πριν το ξημέρωμα ο ξάστερος, ετερόφωτος ουρανός, αυτός που τη μέρα, ανάλογα με τα κέφια του ήλιου είναι γαλανός, γκρίζος, ενίοτε και τυρκουάζ, αλλά τυρκουάζ κυρίως, είναι οι θάλασσες της Κεφαλλονιάς και γαλαζοπράσινες οι θάλασσες στους Αντίπαξους. 

 Σκέψου τώρα, άσε τις θάλασσες και τα καλοκαίρια και σκέψου ένα κοριτσάκι, να τριγυρίζει σ’ ένα λούνα παρκ κρατώντας ένα ξυλάκι με μαλλί της γριάς, ρόζ είναι το μαλλί της γριάς και γλυκό, και κολλάει στα δάχτυλα, κι ο αέρας της ανακατεύει τα μαλλιά που έχουν το χρώμα του μελιού, και τα μάτια της έχουν κι αυτά το χρώμα του μελιού και η ζάχαρη απ το μαλλί της γριάς κολλάει στα μαγουλάκια της, ροζ αυτό, ροζ και τα μάγουλα, στο σύνολο μια ωδή στο ροζ, ευκαιρία να κάνουμε μια παραλλαγή, ας φανταστούμε ότι είναι πιά κοπέλα, κρατάει στα χέρια της ένα λουκουμά, και μετά, γλύφει τη ζάχαρη που έχει μείνει πάνω απ’ το χείλι της, κι αυτό είναι το άσπρο, γλυκό κι όμορφο, άσπρο είναι και το γιασεμί που έχει ανέμελα περασμένο πάνω απ’ τα’ αυτί της, να μοσχοβολάει, όχι ότι χρειάζεται το άρωμα του γιασεμιού βέβαια…

 Κι η κοπέλα – ας κάνουμε μια φανταστική ιστορία μ’ αυτό το φανταστικό κορίτσι που έγινε κοπέλα κι ύστερα γυναίκα – μεγάλωσε, και μια μέρα τη συνάντησα να χορεύει μ’ ένα αγόρι ένα tango, ναι, οπωσδήποτε θέλει δύο αυτό το tango, και φορούσε ένα φόρεμα απαλό, που έμοιαζε με χάδι πάνω στο κορμί της, αέρινο, μεταξένιο, τρεμοπαίζει σε κάθε της κίνηση, έτσι όπως ρίχνει πίσω τα μελιά της μαλλιά τα χείλη μισανοίγουν καθώς η ανάσα βγαίνει άναρχη, και τα χείλη είναι κατακόκκινα, όπως και το φόρεμα είναι κατακόκκινο, όπως και τα ζουμιά απ τη φέτα το καρπούζι που τρέχουν πάνω στο γυμνό κορμάκι αυτού του τρίχρονου αγοριού που κάθεται ανέμελα πάνω στο πεζούλι χαζεύοντας τους περαστικούς γλάρους σ’ ένα άλλο σύμπαν, χωρίς tango αλλά με γλάρους και «ροδάθνες»… 

 Κι αν όλα αυτά είναι τα κόκκινα, τότε η φωτιά τι είναι; θα με ρωτήσεις και δικαίως, και θα σου απαντήσω πως η φωτιά δεν ήταν ποτέ κόκκινη, αλλά πορτοκαλί, λαμπερή κι επικίνδυνη, αλλά, αυτός ο κίνδυνος είναι που την κάνει τόσο ελκυστική, κι άλλο τόσο επικίνδυνο είναι το ν’ αφήσεις τη φωτιά σου να σβήσει, αυτό μην το κάνεις ποτέ. 

 Κι όμως, αν με ρωτούσες πιο είναι το πιο αγαπημένο μου χρώμα θα σου έλεγα το μωβ σε κάθε του μορφή, λιλά σαν τις πασχαλιές που ανθίζουν κάθε Απρίλη για να κάνουν τον κόσμο να δείχνει μαγικός και όπως κάθε τι μαγικό κρατάει λίγο έτσι κι αυτές ανθίζουν για λίγο μόνο, τόσο όσο χρειάζεται, λίγο πιο σκούρο, σαν τις λεβάντες που ανθίζουν όταν όλα τα άλλα γύρω τους μαραίνονται, και κυρίως το μωβ από τους μενεξέδες που κάθε χρόνο, την ίδια μέρα του Φεβρουαρίου ο παππούς μου χάριζε στη γιαγιά μου μ’ ένα καλλιγραφικό-τι άλλο;- σημείωμα: «Αγαπημένη μου Αλίκη, κάθε χρόνο τέτοια μέρα όσο ζω και σα δεν θα ζω, οι μενεξέδες θ’ ανθίζουν πάντα για σένα»


 **Ο Β. είναι εκ γενετής τυφλός, την εποχή εκείνη αριστούχος της νομικής και πλέον έγκριτος δικηγόρος, ασχολούμενος ενεργά με τα κοινά. Το παιχνίδι με τα χρώματα, ξεκίνησε σαν ένα ταξίδι γνωριμίας με έναν άγνωστο κόσμο σε μια προσπάθεια να γίνει ευκολότερη η καθημερινότητα των ανθρώπων με προβλήματα όρασης. Αν και η επικοινωνία μας έχει από καιρό σταματήσει – φόρτος εργασίας είναι η λέξη κατάρα της καθημερινότητας – χάρηκα όταν μια μέρα δημοσίευσε στο blog του τα χρώματα, σχεδόν ακριβώς όπως του τα έστελνα τότε… είναι αυτή η υπέροχη αίσθηση του «τελικά τίποτα δεν πάει χαμένο»

21.3.21

χαζό παπί μέρος 2ον-εις τας εξοχάς

Να τώρα μια ανάμνηση απ' αυτές που ξεπετάγονται απ' το πουθενά, είσαι λέει στη δευτέρα δημοτικού στο 26ο στην Κυψέλη, εκεί που την πρώτη μέρα νέα σε νέα γειτονιά - απ' το εξωτικό καλαμάκι και την παραλία του μπάτη τι γύρευες δύσμοιρη μικρή στο κέντρο καράκεντρο - και στο νέο σχολείο η μαμά σου άργησε να έρθει να σε πάρει την πρώτη μέρα αλλά εσύ είχες βάλει σημάδι την οδό μεγίστης, εντυπωσιακό αναμφισβήτητα όνομα για ένα εξαμισάχρονο, και πήρες ίσα το δρόμο και ρώτησες για την οδό μεγίστης και πάνω που ρώταγες σε βρήκε η μάμα σου, στο σήμερα θα είχανε πάθει εγκεφαλικό και όχι αδίκως, άλλοι καιροί, άλλοι κίνδυνοι, στη δευτέρα δημοτικού λοιπόν διότι ξεστρατίσαμε, τότε που ω του παραδόσξου είδες στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου ένα βιβλίο αριθμητικής με ένα υπέροχο εξώφυλλο κι έκλεψες απ' την τσέπη του μπαμπά ένα πενηνταράκι να πας να το αγοράσεις κι αυτό από μόνο του είναι μια απίστευτη ιστορία όχι γιατί ο μπαμπάς σου θα στου έπαιρνε τρία αν το ζητούσες, όχι ένα, αλλά γιατί είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας να επιθυμήσεις οτισήποτε έχει σχέση με μαθηματικά και μετά, ναι, αυτή είναι η βασική ανάμνηση, οι προαναφερθείσες απλά ξεφύτρωσαν σα ζιζάνια, για κάποιο λόγο μετά σε έγραψαν στα προσκοπάκια, ίσα που μια φορά πήγατε και μιλήσατε με μια γλυκύτατη ομαδάρχισα ή αρχηγό ή όπως τις λένε και την άλλη κυριακή πήγατε λέει εκδρομή στη Δροσιά και στο δρόμο τραγουδούσατε τα χριστανόπουλα θα πάμε με φτερά / να πούμε μήνυμα που φέρνει τη χαρά / μας περιμένει με λαχτάρα όλη η γη / κι εμείς κινήσαμε πρωί με την αυγή, και παίξατε στας εξοχάς και καθίσατε στο πασίγνωστο τότε αλλά και μετέπειτα "εξοχικό κέντρο", ενδέχεται να ήπιες και μια γκαζόζα, και μέχρι εκεί ήταν η καριέρα σου με τους προσκόπους, το γιατί δεν συνεχίστηκε ουδείς πλέον από τους γνωρίζοντες βρίσκεται εν ζωή κι εσύ που μπορεί απλά να μη σου άρεσε δε θυμάσαι... Πεϊνιρλί πάντως, δεν έφαγες!!

20.3.21

Ξεχάστηκε

Μια μέρα πριν απ' τον "επίσημο" ερχομό της άνοιξης κι αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό είναι τόσο μουντό και τόσο τεμπέλικο.... Λες κι η άνοιξη, που την κλειδώσαμε έξω ένα χρόνο και κάτι μέρες πριν, δεν τολμάει να χτυπήσει την πόρτα και να ξανάρθει..
Κι αυτά τα βελανίδια, τι στο καλό κάνουν ακόμα στην βεράντα μου;

16.3.21

Στου Μπούκαρη


 

Τι είναι αυτό που έβαλες για screensaver;  με ρώτησε

Του μπούκαρη, αποκρίθηκα

Τι είναι ο μπούκαρης;  με ρώτησε ξανά

Τι να σου πω τώρα; Ένα στενό δρομάκι κι από κάτω η θάλασσα. Και πάνω στο δρομάκι δυό καρέκλες. Κι από κάτω η θάλασσα. Και η μυρωδιά του ούζου, που σκασίλα μου για το ούζο, ποτέ δεν ήπια και μια φορά δοκίμασα και δε μ’ άρεζε-η Νατάσσα μου όμως το αγαπούσε- αλλά στο ούζο ορκίζομαι γιατί μαζί πάει και το γαριδάκι, και το καλαμάρι με ντομάτα κι αλάτι θαλασσινό και το ποτήρι γεμάτο παγωμένη μπύρα τζίζας κοριτσάκι,  αλλά εγώ το ούζο μυρίζω, κι από κάτω μη το ξεχνάμε, η θάλασσα και μην κάνει κανείς το λάθος και πει α τι ωραία θάλασσα γιατί η θάλασσα στη μεσογγή ή μάλλον απ τις μπενίτσες για τους ξένους απ τη μπενίτσα για μας η θάλασσα είναι ένα δράμα γεμάτη μπάρους τους λέμε εμείς, φύκια ψηλά ως την επιφάνεια της θάλασσας τα λένε οι ξένοι, όμορφες θάλασσες το νησί της μάννας μου έχει δεκάδες αλλά καμμιά δεν ήταν σα τη μεσογγή και την παραλία μπροστά απ του παληκύρα γιατί δεν ήταν μόνο στου μπούκαρη που μύριζε ούζο, δεν ξέρω καν γιατί οι περισσότερες αναμνήσεις δικές μου αλλά και γενικώς συνδέονται με μια μυρωδιά ή μια μουσική και στου παληκύρα, στη μεσογγή, όλο μυρωδιές ξεχύνονταν να το διαβάσει κανείς αυτό θα νομίζει ότι διακοπές πήγαινα-πηγαίναμε για να φάμε , όχι, της τύχης παιχνίδι ήταν που η Κούρτη δεν ήταν πιά δικιά μας και μέναμε σαν τους τουρίστες σε δωμάτια κι αυτοί που είχαν τα δωμάτια είχαν παντρευτεί μαγείρισες εξτραορντιναίρ κι έτσι με την τσίμπλα στο μάτι ετών δώδεκα ή δεκατέσσερα παράγγελνα ένα φραπέ κι αυτό να μείνει παρακαλώ ασχολίαστο γιατί δεν συνάδει με την ηλικία και μια μερίδα πατάτες ή αυγά στραπατσάδα, και μετά σερνόμαστε τεμπέλικα μέχρι την παραλία, πέντε ολόκληρα μέτρα, ή άμα θέλαμε να μεγαλοπιαστούμε πεταγόμαστε πενήντα ολόκληρα μέτρα μέχρι την βίλα «αναμπέλλα» βίλα ένα και μισό δωμάτιο αλλά πάνω στη θάλασσα, βήμα και μπλουμ, και να σημειωθεί πως στη μικροσκοπική κουζίνα του είχε πλακάκια ψηφίδες πράσινες, το καλό γούστο ποτέ δεν έλειψε απ’ αυτό το σόϊ, ούτε κι απ τα’ άλλο για να είμαστε ακροβοδίκαιοι, μικρή λοιπόν η αναμπέλλα απ’ τ’ όνομα της δευτεροθείας μου αλλά μικρότερης κατά τρία έτη όμως πάντα με τσάντιζε να έχω θεία μικρότερη από μένα κι έτσι ξαδέλφη επιμένω να τη λέω, πάντως είχε τη γοητεία της η αναμπέλλα και γι άλλον ένα λόγο γιατί μαζεύονταν οι φίλοι της άντε να το πω θείας και του μεγαλύτερου θείου ουφ το είπα και χωρίς ψυχοθεραπεία δυό και τρία χρόνια μας ρίχνανε και το μέλλον προδιαγεγραμμένο σπουδές στην ιταλία κι εμάς, που η μοίρα μας μας προδιέγραφε για μια εντοπιότατη πάντειο, «να γίνεις παιδί μου σπουδαία δημοσιογράφος σαν την οριάννα φαλάτσι», η ιταλία μας φαινόταν άλλος πλανήτης, άλλος αιώνας, άλλη ζωή, ζηλευτή αλλά μην ξεχνάμε, από κάτω, δίπλα δε λες καλύτερα η θάλασσα, και στο βάθος ο Βούνος, και στο τέρμα του δρόμου, εκεί που τότε τέλειωνε η άσφαλτος, τέλειωνε κι ο δρόμος να πούμε με ακρίβεια, εκεί, από κάτω ή θάλασσα. Του Μπούκαρη.

31.10.20

Soul Cakes and more (όποιος φοβάται πέφτει και κοιμάται)

 




Σήμερα, που το πέπλο ανάμεσα στους δύο κόσμους, το δικό μου και τον δικό σας γίνεται τόσο λεπτό, θα σας περιμένω. Θ’ αφήσω ένα πιάτο στο τραπέζι, ίσως όχι-σίγουρα όχι-μ’ όλες τις λιχουδιές που σας αρέσουν διότι δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το μικρό σας αλάνιαμπούμπα παύλα τσιτσάκι παύλα λοιπά γλυκόλογα είναι πλέον σκληρά εργαζόμενο κι ο χρόνος δεν είναι σχεδόν ποτέ με το μέρος της, λιχουδιές όμως θα είναι, και λικέρ πικραμύγδαλο απ’ τα χεράκια μου θα είναι και αυτό το υπέροχο κέϊκ μήλου με σιρόπι σφενδάμνου, το οποίο βεβαίως και θα αφιερώσω στις ψυχές σας, όλων εσάς που αγάπησα όσο δεν παίρνει άλλο, και δεν είστε πιά κοντά μου, αλλά, σαν επιλογή και σε αντικατάσταση των καθιερωμένων και παραδοσιακών αλλά ξενόφερτων soul cakes είναι κυρίως και αποκλειστικά για το αγόρι μου (διευκρινίζω: το μεγάλο αλλά ναι, ναι, και τα άλλα δύο θα πάρουν το μερίδιό τους) που μήνες μου ζητούσε μια μηλόπιτα σαν αυτές που μνημονεύουν στις αμερικάνικες ταινίες - γιου νόου απλπάινκόφι – βάλε και την πλύση εγκεφάλου του Lynch με τις «υπέροχες» κερασόπιτες του Twin Peaks, ξεστράτισα κι εγώ, αλλά, είμαι σίγουρη πως όσο σας αγαπώ με αγαπάτε  και δεν θα μου θυμώσετε.



Και μετά, θα βγω στην αυλή μου και θα χαζεύω το φεγγάρι, αυτή τη δεύτερη πανσέληνο του Οκτώβρη που ποιητικά βάφτισαν blue moon, κι αυτό το μοναχικό αστέρι που βρέξει χιονίσει σκάει μύτη κάθε βράδυ ακριβώς πάνω από την ταράτσα της κυρίας Μαρίκας κι ας μου εξηγήσει κάποιος (όχι απαραίτητα τώρα) γιατί ενώ η γη κινείται αυτό είναι πάντα εκεί…

Και θα σας αγαπώ πολύ-τα λοιπά περί χαλοουγουίν, πλαστικές τζαμποαράχνες και έτερες αμερικανιές μακριά από μας…..

Peter Paul and Mary στο player σε λούπα, γιατί ναι, η μαγεία υπάρχει….






17.4.20

Προδότης;




Σπάνια επισκέπτομαι τόπους λατρείας, λατρεύω το Θεό μου μέσα μου και στους δικούς μου βωμούς, πάντα όμως έριχνα ματιές θαυμασμού στους επιτάφιους, τους τόσο όμορφα στολισμένους, τους με τόση αγάπη και προσοχή φτιαγμένους, λες και το κάθε πέταλο ήταν ένα δάκρυ. η κάθε σταγόνα μύρου ήταν ένα αποχαιρετιστήριο χάδι, ποτέ τόση ομορφιά δεν πήγαινε χέρι χέρι με τόση θλίψη και φέτος, φέτος δεν ξέρω αν είναι στα επιτρεπόμενα ή στα απαγορευμένα και δεν σκοπεύω να βγώ για να επιβεβαιωθώ ή να διαψευσθώ, είπα απλά να φτιάξω τον δικό μου επιτάφιο, απλά, με λίγο πηλό που ξέμεινε από τα παιχνίδια του χαμπίμπη μου, και τα "αγοραστά" λουλούδια μου.... δοκίμασα διάφορες μουσικές για παρέα και κατέληξα πως η πιό ταιριαστή ήταν ο Αμλέτος του Faccio, όπως τον άκουγε η μάννα μου από την Φιλαρμονική-το πατρικό της ήταν ακριβώς απέναντι απ' το λιστόν μα εγώ Πάσχα στην Κέρκυρα δεν έχω κάνει ποτέ....
Ποιός είναι άραγε ο προδότης σ' αυτήν την ιστορία; αναρωτήθηκα, σ' αυτήν και σε όλες τις ιστορίες του κόσμου;

*

Εβαρυγκόμησα να κρίνομαι από τους άλλους
Σα νυχτερίδα από τις άλλες νυχτερίδες
Στη μούχλα μέσα, και μονάχα σα βραδιάζει
Σκιάχτρο κι εγώ, με τα’ άλλα σκιάχτρα να σαλεύω
Μες τα σκοτάδια κυνηγώντας την ψυχή μου

*

Ο Ιούδας είναι ο εκφραστής και ο απολογητής της σάρκας , ο «εξτρεμιστής» και ο «προβοκάτορας» που θα πάρει επάνω του την αμαρτία του φόνου και θα διεκδικήσει την επίγεια σωτηρία.

Ο Ιούδας δεν είναι ο προδότης. Είναι αυτός που πίστεψε περισσότερο από εκείνους που τον έκαναν προδότη. Προδότης μαζί και προδομένος, πρέπει πάντα να πεθαίνει μόνος, μακριά και από τους χριστούς και τους προμηθείς, χωρίς το πένθος των Ωκεανίδων και των μυροφόρων, χωρίς ανάσταση και χωρίς δόξα.

Ο Ιούδας είναι ο ανθρώπινος πυρήνας του θείου πάθους, η διασταύρωση του μεταφυσικού με το πολιτικό, η ανεκπλήρωτη ενότητα του εγώ και της ομάδας, το αιώνιο  άστεγο αίτημα, η αιώνια καταδικασμένη φωνή!

Ο Ιούδας είναι η διαμαρτυρία εναντίον του σχίσματος που χωρίζει την ανθρώπινη ουσία σε ψυχή και σε κορμί. Ο Ιούδας, η σάρκα και το πνεύμα ταυτόχρονα, είναι καταδικασμένος να μένει πάντα ξένος και απόβλητος από τις χωριστές γιορτές της σάρκας και του πνεύματος, αιώνια περιπλανώμενος, μετέωρος ανάμεσα στο εσταυρωμένο ιδανικό και το σκυλολόϊ που χλευάζει αυτό το ιδανικό.

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.

Ξεκρέμαστος στο χρόνο, αιώνιο κουφάρι της ξερής συκιάς τραγουδάει γύρω από το σταυρό τον δικό του χλευασμό. Όμως ο χλευασμός του Ιούδα δεν είναι παρά η αδυναμία που εκδικείται τον εαυτό της στο πρόσωπο του κουρελή βασιλιά των Ιουδαίων.
Ο καταπιεσμένος μπήγει το κεντρί του εκεί που του επιτρέπει η εξουσία, δηλαδή στο ίδιο του το σώμα, ποτίζεται με όξος και χολή και τα καταφέρνει να μεθάει όπως θα μέθαγε με νέκταρ, η ερωτική εκδίκηση του προδομένου σώματος προς το πάντοτε αποδημούν πνεύμα.

*

Σωστός Θεός!  Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Ο αιώνιος φασισμός, αυτός που σφαγιάζει τη Λούξεμπουργκ και παίζει ποδόσφαιρό με το κομμένο κεφάλι του Άρη, είναι αυτός ο ματωμένος έρωτας του ταπεινού προς το υψηλό. Γιατί το υψηλό δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον έρωτα, ούτε το ταπεινό να λυτρωθεί από αυτό, μπορεί μόνο να τον μασκαρέψει, να τον παραμορφώσει, να τον φτύσει, να τον χλευάσει.

Με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς εφέτος
προς την Ανάσταση…
παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
 σπρώχνει τους αέναους παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω τη μαλλούρα του
το γεγονός είναι ολοφάνερο: βαρέθηκε!

Ο Μάνος Χατζηδάκις είχε πει πως τα Χριστούγεννα είναι γιορτή για τα παιδιά και το Πάσχα είναι γιορτή για τους απελπισμένους. Για μένα, σκέφτομαι πως δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο

**Πολύτιμες πηγές και συνοδοιπόροι στο προσκύνημα ο Νίκος Καρούζος, ο Οδυσσέας Ελύτης και βέβαια ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος με τις αναφορές του στην ποίηση του Σικελιανού και του Βάρναλη**

Καλή Ανάσταση να έχουμε με Υγεία και Δύναμη!!




14.4.20

Tell the rabble to be quiet-we anticipate a riot




Απ' όσο θυμάσαι τον εαυτό σου, ποτέ δεν έπαιξες κοριτσίστικα παιχνίδια-μόνο μια κούκλα είχες, κι αυτήν επειδή σ' ένα βιβλίο διάβασες για ένα κοριτσάκι που είχε ζητήσει την πιό όμορφη κούκλα του κόσμου κι αυτή ζήτησες κι εσύ, και στην πήρε η γιαγιά από την Πανελλήνιο Αγορά και την βάφτισες Έμιλυ και μέχρι εκεί ήταν με τα κοριτσίστικα παιχνίδια, τα βιβλία δεν περιλαμβάνονται, εδώ είχες Και κοριτσίστικα, αλλά σ' αυτήν την μεγάλη παρένθεση θα θυμηθώ ότι πιό πολύ σε συνάρπαζε ο Μιχαήλ Στρογκώφ και κλείνω την παρένθεση διότι ξεστράτισα, τα παιχνίδια σου λοιπόν ήταν τόξα και βέλη, κάπου το έχω γράψει ξανά-δεν θα ήσουν ποτέ o "καμπόης", με κάποιο τρόπο καταλάβαινες τη βία των κατακτητών και σεβόσουν τις παραδόσεις και τα τελετουργικά των Ινδιάνων, ήταν και πιό αθόρυβοι, οι άλλοι σκέτη φασαρία και καφρίλα, κι έτσι ο ρόλος σου στα παιχνίδια ήταν σχεδόν πάντα του χαμένου-αν μπορεί να δεωρηθεί χαμένη κάποια που μπορεί να διαβάζει τα ίχνη στ' άχτιστα τότε χωράφια αλάνες της Γλυφάδας, που ήξερε να σημαδεύει με το τόξο και να φτιάχνει γιατροσόφια με βότανα-και να ψαρεύεις ήξερες, και στο γήπεδο πήγαινες από τα πέντε σου, σε πήγαινε ο μπαμπάς, ολυμπιακός, πειραιώτης γέννημα θρέμμα κι εσύ πριν καν μάθεις να μιλάς καθαρά έλεγες είμαι αλανιαμπούμπα, ο ευρών τι σημαίνει αμοιφθήσεται και μερικοί βρήκαν να πουν-ψυχολόγοι γουαναμπί-ότι ο μπαμπάς σου ήθελε γιο και γι αυτό σε πήγαινε στο γήπεδο και για ψάρεμα και παρακαλώ, "ειδικοί", γκιβαςεμπρέηκ γιατί αν υπήρχε ένας μπαμπάς που να ήθελε κορίτσια και μόνο κορίτσια ήταν ο δικός σου κι ο τρόπος να το δείξει αυτό ήταν να μοιράζεται τα πάντα μαζί σου, και μόνο μαζί σου, στην άλη κόρη ατύχησε, αυτή ήθελε σαλόνια κι ωραία ρούχα και τσάϊ στο καλό σερβίτσιο και πολύ καλά έκανε, γιατί σε άφηνε μόνη σου μαζί του, κι ο μπαμπάς σου χάρισε ένα πικάπ Teppaz Lyon και εσύ άκουγες δίσκους κι όταν ο ξάδελφός σου, ο μοναδικός κι ο πολυαγαπημένος ξάδελφος ήρθε από ένα ταξίδι στο Λονδίνο-πόσο μακρινό φαινόταν τότε ένα ταξίδι στο Λονδίνο- εσύ θα ήσουν στα 12, κι αυτός στα 15, υποθετικά πάντα γιατί ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1970 αλλά σίγουρα όταν τον πρωτάκουσες ήσουν ακόμη στην αρχή της εφηβείας, τόσο άχαρη, τόσο άγουρη, πήγαινες στο σπίτι λοιπόν του αγαπημένου ξάδελφου και χάζευες την συλλογή του από Matchbox αυτοκινητάκια και να που κάνει μια και βγάζει τον δίσκο, το μόνο που θυμάσαι είναι το μωβ εξώφυλλο, σου δαβάζει: jesus christ superstar τι 'ν' τούτο τώρα αναρωτιέσαι, τον βάζει στο πικάπ και σου πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι, ο μπαμπάς άκουγε κυρίως μαύρη μουσική, και κάτι ρόκια που μετά τα αποδόμησες, σα να λέμε ντιπ περπλ, αλλά ροκ όπερα; πρέπει να ακούσατε τον δίσκο εκείνη την μέρα τρεις τουλάχιστον φορές και μετά, δεν έχει σημασία πότε ήταν το μετά, είδες την ταινία τουλάχιστον επτάκις, το είδες και σε ελληνικό μιούζικαλ, θυμάσαι ακόμη τα ονόματα, Μάϊκ Ροζάκης, Τάκης Μπινιάρης,  Κρίστι Στασινοπούλου, Υβόνε Έλιμαν, Ιαν Γκίλαν-τώρα πιά ξεχνάς τι φαγητό έφαγες χθες αλλά τους στίχους τους θυμάσαι ακόμα και, όπως με όλα τα τοτέμ, Αυτόν τον δίσκο δεν τον αγόρασες ποτέ....

11.4.20

Magick



Υπάρχει κάτι μαγικό μέσα σ' όλην αυτή τη θλίψη, την καταστροφή, την απώλεια, αν το καλοσκεφτείς.

Σκέψου λίγο την καθημερινότητά σου τώρα. Έχεις κάτι που δεν το είχες πριν. Στάσου λίγο, κοίτα, κοίτα τι κάνεις κάθε μέρα, ξέρω, το κάνεις μηχανικά, πρόσεξε όμως:
Καταπιάνεσαι μ' ένα φαγάκι - έτσι το' λεγε η Εύη Βουτσινά και το κρατώ γιατί κρύβει τόση αγάπη μια τόση δα λεξούλα - ένα απλό φαγάκι, φτωχικό ίσως γιατις μέρες μας, καλομάθαμε βλέμεις με το σούσι και τις ταλιάτες, ας πούμε μελιτζάνες ιμάμ.
Τις κόβεις, τις αλατίζεις, τις στραγγίζεις, έτσι έκανες πάντα Ψιλοκόβεις τα κρεμμύδια και τα σκόρδα, έτσι έκανες πάντα. Μόνο που τώρα δεν βιάζεσαι, κι έτσι, όπως τα βάζεις απ' τη σανίδα στο μπωλάκι, τους δίνεις με το χέρι μια ανακατεψιά, έτσι, ανάλαφρα, σκέφτεσαι, όπως άφθονα και κατάλευκα στριφιγυρνάνε στο χέρι μου, έτσι άφθονα να 'ναι και τα καλά στη ζωή μου, φευγαλέα σκέψη, χαμογελάς - πως μου ήρθε τώρα αυτό - και συνεχίζεις...
Τηγανίζεις τις μελιτζάνες, σε μπόλικο λάδι, ή το κάνεις το φαγάκι σωστά ή το κάνεις υγιεινά, επιλέγεις το πρώτο, έτσι έκανες πάντα. Μόνο που τώρα δεν σε νοιάζει αν θα πιτσιλίσει το λάδι και θα σου κάνει τα πλακάκια χάλια, τώρα χαμογελάς που τις βλέπεις να χρυσίζουν κι αυτές, μ' ένα παράξενο τρόπο δεν πιτσιλάνε, δια δες!
Ανοίγεις το βάζο με την φρέσκια σάλτσα ντομάτας που είχες φτιάξει το φθινόπωρο-με το που ανοίγεις το καπάκι νιώθεις το άγχος που είχες τότε, πέρσι τον Σεπτέμβρη που την έφτιαχνες - πόσες ντομάτες να τρίψεις, πόσα βάζα ν' αποστειρώσεις, μισή μέρα είχες ελεύθερη - τώρα όμως μικρή μου, άδειασε το βάζο μέσα στο τηγάνι με τα κρεμμύδια, δεν έχεις άγχος, δεν έχεις ένοια, κοιτάζεις μόνο το κόκκινο να μπλέκεται με το άσπρο, τ' αρώματα να ξεχείνονται, τ' αρώματα να γεμίζουν το δωμάτιο, πασπαλίζεις αλάτι απ' τη θάλασσα της Κρήτης που σου έφερε ο γιός σου, απ΄τον δικό του τώρα πιά τόπο, και πιπέρι, ζάχαρη δεν χρειάζεται, η δικιά σου γλύκα περισσεύει, αλάτι να ξορκίσει το κακό που βρήκε τον κόσμο μας, πιπέρι για να είναι η ζωή πιό πικάντικη - ναικαλά, πες μου πως η ζωή σου δεν είναι αρκετά πικάντικη, θα μας τρελλάνεις τώρα - αυτά σκέφτεσαι και χαμογελάς, γυρίζεις την κουτάλα με μια ηρεμία που ποτέ δεν είχες, γυρίζεις με τη φορά του ρολογιού για να έρθουν καλά, μην ξεχνιόμαστε, είναι μαγική πράξη το μαγείρεμα σε κάθε μικρή του λεπτομέρεια, πες μου τώρα, τώρα που τέλειωσες με την προετοιμασία και παίρνεις το ψωμί που ζύμωσες κι έψησες νωρίτερα, τώρα που το κρατάς στα χέρια σου και το χαϊδεύεις πριν το κόψεις σε φέτες, πότε ήταν η τελευταία φορά που τα έκανες όλα αυτά και κρυφογελούσες, ή χαζογελούσες, πότε ήταν η τελευταία φορά που χάϊδεψες και μίλησες στο φαγάκι σου;

Οι καιροί δεν είναι απλώς δύσκολοι, έχεις πλήρη επίγνωση του ότι είναι καταστροφικοί, αλλά αυτή η υπέροχη αίσθηση του slow living, αυτή η ηρεμία που σου δίνει ο χρόνος που δεν είχες ποτέ μετά τα δεκαεφτά σου χρόνια, είναι η σανίδα σωτηρίας σου και ξέρω, γιατί σε ξέρω καλά, πως ποτέ δεν θα έχανες την ευκαιρία να πιαστείς απ' αυτήν...







8.4.20

Ημερολόγια Καταστρώματος: Didone Abbandonata (Day lost in counting...)




Να σου πω την αλήθεια;
Πολύ φοβάμαι, πως όλο αυτό, όταν περάσει δεν θα μας αφήσει καθόλου σοφότερους.
Ο κόσμος, εδώ και πολλές δεκαετίες βαδίζει ακολουθώντας το ρεύμα και μια πανδημία δεν θα τον κάνει να αλλάξει πορεία, έστω κι αν, βαδίζοντας αντίθετα με το ρεύμα δεν σημαίνει καθόλου ότι οπισθοδρομείς...
Σκέψου, όλα αυτά που μας φαίνονταν πιά οικεία (σε καιρούς προ πανδημίας), τα είχε γράψει ο Philip K. Dick από την δεκαετία του 60 ακόμη, κι όχι μόνο στο Ubik.
Όλα αυτά που μας φαίνονταν άγρια  (σε καιρούς προ πανδημίας) τα είχε γράψει ο Ballard και καιρός είναι να αρχίσουν να μοιράζουν το Running Wild στους γονείς ως βοήθημα διαπαιδαγώγησης.
Όλα αυτά που μας φαίνονταν (σε καιρούς προ πανδημίας) στέρηση προσωπικής ελευθερίας, τα έχει γράψει ο Spinrad, επίσης από τα τιμημένα 60ς.
Και για όλα αυτά που μας ταΐζουν  (σε καιρούς προ πανδημίας) μας είχε προειδοποιήσει στο "Τι ωραίο πλιάτσικο" ο Κόου, απ' την εποχή της αξιότιμης κυρίας Μαργαρίτας Θάτσερ.
Τότε ήταν ακόμη fiction, τώρα είναι reality, μια reality που τίποτα αισιόδοξο δεν προμηνύει.
Φοβάμαι, πως άν όχι με τον συγκεκριμένο ιό, με τον αμέσως επόμενο και πάλι πανίσχυρο απέναντι στον δήθεν πανίσχυρο άνθρωπο, το ήδη τρεμάμενο οικοδόμημα ευημερίας και προόδου θα καταρρεύσει εντελώς και θα καταλήξουμε σαν τους επιζώντες μιας παγκόσμιας καταστροφής στο Mad Max, στο Escape from New York, στο 28 Days Later κι άλλα νεότερα των οποίων οι τίτλοι μου διαφεύγουν, δεν μου διαφεύγει όμως η ουσία! Θα κρυβόμαστε, θα σκοτωνόμαστε για λίγες σταγόνες νερό ή ακόμα χειρότερα για μια χούφτα πετρέλαιο κι όχι δολλάρια - αυτός είναι ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος, όχι του Άλντους Χάξλευ αλλά ο καταδικός μας.

Στο πικάπ παίζει ένας δίσκος του Tartini με τον David Oistrakh, δώρο ενός καλού φίλου, τα λόγια του οποίου με ώθησαν να τον επιλέξω την συγκεκριμένη στιγμή:
"Η εγκαταλελειμένη Διδώ, σ' αυτήν την συγκεκριμένη εκτέλεση, δεν μοιάζει να υποφέρει από θλίψη μετά την εγκατάλειψή της από τον Αινεία, αλλά από μια ανείπωτη οργή!"

Δεν φοβάμαι λοιπόν, ούτε εγώ για το αύριο. Αλλά οργίζομαι!

2.4.20

Experts' opinion (Day 22)...




.... λένε λοιπόν οι ειδικοί ότι είναι σημαντικό τις μέρες αυτές για να μην πέσει η "ψυχολογία" μας - προφανώς η ψυχολογική μας κατάσταση είναι κάτι σαν τον δείκτη ντάου τζόουνς - θα πρέπει ν' ακολουθούμε την ρουτίνα που ακολουθούσαμε προ κορωνοϊού.
Λοιπόν, αγαπητοί ειδικοί, σχωρνάτε με, αλλά εγώ ως γνήσιος τοξότης και μάλιστα με ωροσκόπο υδροχόο, προτιμώ να σας αγνοήσω και να κάνω του κεφαλιού μου, πράγμα που όπως διαπίστωσα κρατά την "ψυχολογία" μου πολύ ανεβασμένη!

Κατ' αρχήν το βιολογικό μου ρολόϊ ρυθμίστηκε αυτομάτως να ξυπνά αργότερα. Κι αν υπάρχει κάτι που σέβομαι απεριόριστα είναι το βιολογικό μου ρολόϊ.  Κρατώ ακόμη το τελετουργικό 45άλεπτο προετοιμασίας πλήρους πρωινού - ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κάποιοι περιμένουν να πάνε διακοπές για να φάνε μια ομελέτα - και κουβέντας με το αγόρι μου. Κατά τα λοιπά, θ' αφήσω το μαλλί μου να γνωρίσει την αίσθηση της απελευθέρωσης από τα κάθε λογής χημικά, και θα τριγυρνάω άβαφη και με τις φόρμες μου, απολαμβάνοντας αυτόν τον απροσδόκητα κερδισμένο ελεύθερο χρόνο. Και ναι, η αυτοπεποίθησή μου είναι πολύ καλά αγαπητοί μου ειδικοί, σας ευχαριστώ τα μάλα για το ενδιαφέρον, καθώς δεν εξαρτάται (η αυτοποποίθησή μου) ούτε από την  Estee ούτε από την κομμώτριά μου

Στα πλαίσια λοιπόν της μη ρουτίνας είδα την Ευτυχία, πολύ καλή ταινία θα έλεγα, αν, στη σκηνή με τον Τσιτσάνη ο δημιουργός δεν έκανε κάτι σαν την "Ωδή στην Δήμητρα Παπαδοπούλου" η μόνη ατυχής και εκτός τόπου και χρόνου σκηνή της ταινίας, μιας ταινίας που το μόνο που θα μπορούσα να της προσάψω είναι ότι ενώ διαδραματίζεται σε πολύ σημαντικές περιόδους της χώρας μας και όχι μόνο - καταστροφή της Σμύρνης, ΒΠΠ, εμφύλιος, χούντα - μέσα απ' την ζωή της Ευτυχίας δεν φαίνεται να περνάει τίποτα απ' όλα αυτά. Είμαι σίγουρη ότι μπορούσε να τα κάνει και τα δύο παράλληλα, αλλά πάλι, ξέρω εκ των έσω ότι ήταν επιλογή του να σταθεί καθαρά στην βιογραφία κι έτσι κακία δεν του κρατώ.
Είδα και μια σειρά που την παρουσίασαν σαν την καλύτερη έβερ του νετφλικσ και που φυσικά δεν ήατν η καλύτερη εβερ, ήταν όμως πολύ καλή και διδακτική καθώς δείχνει πως μια γυναίκα ασφυκτιά μέσα σ' ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και δεν ισχύει αυτό μόνο για το ιουδαϊκό περιβάλλον της Έστι, αλλά και για το ισλαμικό περιβάλλον της Γκάλι και της Σιρίν, μιας και πριν από το Unorthodox είχα δει το Fauda, και κάπως έτσι, με πολλές ταινίες, διαβάζοντας αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, ζωγραφίζοντας, φτιάχνοντας λεμονάδα με τα υπέροχα λεμόνια του φίλου μας του Ντέμιαν κι ακούγοντας μουσικές, πέρασαν χωρίς να το καταλάβω 22 μέρες κι όλας, αν και θα πάψω να τις μετράω γιατί καμμιά σημασία δεν έχει.... το μόνο που με θλίβει είναι ότι όταν επανέλθουμε στην κανονικότητα, τα χάδια κι οι αγκαλιές θα ειναι πιά μετρημένα, κι εγώ είμαι χαδού, όσο δεν παίρνει χαδού... 


27.3.20

Ημερολόγια καταστρώματος: Day 15 (Time takes Time)




Ο χρόνος στο Μαγικό Βουνό δεν ήταν ο χρόνος των ρολογιών του σιδηροδρομικού σταθμού αλλά μάλλον ο χρόνος εκείνων των μικρούτσικων ρολογιών που η κίνηση των δεικτών τους παραμένει υπομικροσκοπική, ή, όπως το γρασίδι, που το μάτι δεν το βλέπει να αναπτύσσεται, μ’ όλο που αναπτύσσεται κρυφά, πράγμα που κάποια μέρα δεν θα μπορεί πιά ν’ αγνοηθεί.


Έτσι κι ο χρόνος στο Μαγικό Νησί δεν ήταν ο χρόνος του καλοκαιριού, της ξηρασίας και του πολύβουου πλήθους των τουριστών, ήταν ο χρόνος της επόμενης μέρας, της μέρας μετά την καταιγίδα-ήταν μετά το βράδυ που οι άνεμοι περνούσαν τα δέκα μπωφόρ κι εσύ καθόσουν κλεισμένη με σφαλισμένα τα πατζούρια-αν μπορούσες ας έκανες κι αλλιώς-παρέα με τον Ν και τον Μιχαλάκη, τον Ρόκυ, τον Μπρους και την Νίνα (οι εφτά ημιαδέσποτες γάτες περίμεναν υπομονετικά έξω απ’ την ξύλινη πόρτα), όλοι σχεδόν μια αγκαλιά περιμένοντας υπομονετικά να περάσει, το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα περάσει-ήταν ο χρόνος λοιπόν της επόμενης μέρας που ο ουρανός έμοιαζε τόσο καθάριος, τόσο απίστευτα μπλέ, όχι γαλάζιος, όχι τυρκουάζ ούτε μαύρος ή γκρίζος, όχι, ήταν αυτό το μπλε που μόνο στις Κυκλάδες μετά την καταιγίδα βλέπεις, απέναντι η Σίκινος, η Φολέγανδρος και στο διάβα σου σπασμένοι κορμοί δέντρων, κλαδιά που ξέβρασε η θάλασσα, ξεριζωμένα αρμιρίκια και τ’ απομεινάρια της θύελλας πιά ήταν αυτό που λένε οι ψαράδες φρεσκαδούρα… Ήταν οι περίπατοι δίπλα στη θάλασσα, με την άμμο να τρυπώνει αναιδέστατα στα παπούτσια, πόσο παράξενο αυτό που σαν παιδί της πόλης δεν μπορούσες στιγμή ν’ ανεχθείς τώρα να σου φαίνεται ονειρικό…




Ο χρόνος, μια γραμμή που συντίθεται από πλήθος αδιάσταλτων σημείων, είχε συνεχίσει με τον ερπόντως υπομικροσκοπικό, μυστικό και παρ’ όλα αυτά δραστήριο τρόπο του να επιφέρει αλλαγές.
Ο χρόνος  σήμερα δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Είναι χρόνος αγωνίας για τους περισσότερους, είναι χρόνος αναρώτησης για τους ευαίσθητους, χρόνος που δεν περνάει με τίποτα για τους αμετανόητους εραστές του χθες όπως το ξέραμε, είναι χρόνος δημιουργικός για όσους μέχρι τώρα ποτέ δεν τον είχαν, είναι ο χρόνος σου όπως εσύ θα τον διαμορφώσεις. Σίγουρα δεν είναι χρόνος για μεμψιμοιρία, αλλά χρόνος αποφασιστικότητας. Ξέρεις πως τίποτα πια δεν θα είναι όπως ήταν, πως αν ξαναγυρίσουμε κάποτε στην κανονικότητα η κανονικότητα θα είναι τελείως διαφορετική, εσύ θα είσαι τελείως διαφορετική. Φτιάχνεις γύρω σου μια εικονική κανονικότητα. Γυρίζεις γύρω γύρω σαν το μελισσάκι, ετοιμάζεις το σπίτι σου στα χρώματα της άνοιξης, μιας άνοιξης που ημερολογιακά ήρθε αλλά κυριολεκτικά πέθανε πριν ανθίσει, φτιάχνεις τις κρέμες και τα σκραμπ σου και τα μαγικά σου σακουλάκια με άλατα για το μπάνιο, και τις αλοιφές και τα βοτανομίγματα, αν είσαι τυχερή και προσεκτική δεν θα τα μπλέξεις κι όλα καλά θα πάνε, θυμάσαι επιτέλους όσους ποτέ δεν προλάβαινες να θυμηθείς, έμαθες να διαλογίζεσαι, έμαθες να περιμένεις, έμαθες ακόμα και αντιμικροβιακό τζελ να φτιάχνεις, να πάνε να πνιγούνε οι μαυραγορίτες, κρατάς ανελλιπώς ενημερωμένο το ημερολόγιό σου, κι αν ο Β. αναρωτιέται πότε βρίσκεις χρόνο και κοιμάσαι, έχεις απάντηση και γι αυτό.


Ταινίες για τις μέρες της απομόνωσης πολλές. Θα σκεφτώ δύο που μοιάζουν με παραμύθι, γιατί χωρίς παραμύθι δύσκολα θα τα βγάλουμε πέρα. 



The Τale of the Princess Kaguya” είναι η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό, πάει καιρός που την είδα αλλά η μαγεία της με κρατάει αιχμάλωτη ακόμη.



Το “Moonrise Kingdom είναι μια ταινία φτιαγμένη λες για μένα. Όπως όλες οι ταινίες του Wes Anderson έχει για ηρωίδα ένα κοριτσάκι, ένα κοριτσάκι αθώο αλλά και λίγο όχι και τόσο αθώο, που πάντα βάφει έντονα τα μάτια του με μαύρο περίγραμμα κι όταν κλαίει το μαύρο ξεβάφει στα μάγουλά της, και ποτέ, μα ποτέ δεν ακούει την μαμά της αλλά ακούει πάντα τον μπαμπά της και δεν έχει «καλύτερη φίλη» γιατί έχει «καλύτερο φίλο» και έχει υπέροχο σάουντρακ, όλα αυτά ταμάμ για να πετάξουμε για λίγο μακριά, στη δική μας χώρα των θαυμάτων. 

Κι όποιος είπε στο μικρό μου λαμόγιο να μην πιστεύει στα θαύματα και να μην πιστεύει στις νεράϊδες μάλλον είναι πολύ θλιβερός τύπος…



23.3.20

Ημερολόγια καταστρώματος: Day 11

Κατάστρωμα, θα μπορούσε να είναι το μπαλκόνι. Μια ματιά στο δρόμο, ψυχή δεν κυκλοφορεί (ευτυχώς). Ενδέκατη μέρα περιορισμού κατ’ οίκον και πρώτη της απαγόρευσης της κυκλοφορίας (επίσης ευτυχώς), όπου η λέξη περιορισμός απεχθής καθόλου δεν θα ήταν αν δεν συνοδευόταν από την φράση «λόγω πανδημίας». Τα πιο τρελλά μου όνειρα, ή τουλάχιστον η πλειοψηφία τους, μέσα στο σπίτι διαδραματίζονται. Εγώ, Εσύ, οι δίσκοι, τα βιβλία, οι ταινίες, οι φίλοι, τα παιδιά, το εγγόνι – να που κι’ όλας από την επιτυχημένη εξίσωση αρχίζουν οι αφαιρέσεις: Δεν βλέπουμε φίλους, δεν βλέπουμε τα παιδιά. Προσθέτουμε όμως το βάρος των απωλειών ανθρώπινων ζωών. Πολλαπλασιάζουμε με τις απώλειες που θα έρθουν, κάθε λογής.





Ο εγκλεισμός εξακολουθεί να είναι ευχάριστος, φαντάσου ότι είμαστε εγώ κι εσύ, φαροφύλακες στο Janus, ή σ’ οποιοδήποτε άλλο ερημονήσι, να κρατάμε το δικό μας φως αναμμένο και να κάνουμε ό,τι ονειρευόμαστε. Αλλά μετά από αυτό, τίποτα δεν θα είναι πιά το ίδιο. Ούτε κι αυτό είναι απαραίτητα κακό, ή μάλλον, δεν θα είναι, αν μετά τη μπόρα καθίσουμε να αναρωτηθούμε, να επανεξετάσουμε τις αξίες της ζωής, θα ξανασκεφτούμε άραγε ποτέ πόσο πολύτιμα είναι αυτά που μέχρι τώρα θεωρούσαμε δεδομένα; Από τα πιό απλά, τα ψώνια στο μπακάλικο ή τη βόλτα στο πάρκο, από τα πιο δυσάρεστα, το στριμωξίδι τον ηλεκτρικό ή τις δημόσιες υπηρεσίες, απ’ τα πιο καταναγκαστικά, το καθημερινό οχτάωρο ή την επίσκεψη στην γκρινιάρα θεία-μέχρι τα όμορφα, τις συναυλίες, τα ταξίδια, τα βράδια με το μικρό λαμόγιο που νομίζει ότι μεγάλωσε κι επειδή διαβάζει μπορεί να βλέπει ταινίες για μεγάλους κι όχι άλλα παιδικά, αλλά βεβαίως ο Harvey Dent του πέφτει λίγο βαρύς και βάζει τα κλάμματα, τα potluck nights με τους φίλους μας, καλά, θα με ρωτήσεις τώρα τι είναι τα potluck nights και θα σου πω βασικά αυτό που λέμε ρεφενέ, αλλά μην ανησυχείς γλυκό μου αγόρι που δεν το ξέρεις, είναι γιατί στην ουσία ποτέ δεν κάναμε potluck nights, πάντα εγώ μαγείρευα, αλλά το έγραψα έτσι, γιατί μου άρεσε σαν ιδέα, εμείς εδώ αλλιώς είμαστε μαθημένοι κι άμα καλούμε μαγειρεύουμε οι ίδιοι, άσε που με την πλειονότητα των φίλων μας να είναι εργένηδες, χωρισμένοι, kings of delivery ή απλά άνεργοι, συνήθως τους επισκεπτόμαστε με το μαγικό μας καζάνι ανά χείρας.
Τέλος πάντων, αυτό που ήθελα εξ αρχής να καταγράψω στα ημερολόγια εγκλεισμού είναι η λίστα των «ταινιών καταφυγίου» ή αλλιώς «desert island movies», αρχίζοντας με δύο τελείως διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες, αλλά πολύ συνειδητά για δύο τελείως διαφορετικούς λόγους.
To Das Boot, θα βοηθήσει (the hard way, αλλά θα βοηθήσει) να ξεπεράσουμε το όποιο κλειστοφοβικό συναίσθημα μπορεί να νιώθουμε μιας και ως γνήσιοι Έλληνες εγκλεισμό δύσκολα υπομένουμε. Τρεισήμισι ώρες σε ένα γερμανικό υποβρύχιο, αυτό κι αν είναι κλειστοφοβία, αλλά η ταινία είναι εκπληκτική και βλέπεται μονορούφι.
To The Secret of Kells πάλι, είναι η μαγεία που θα μας μεταφέρει σ’ ένα αλλιώτικο σύμπαν όμορφο και τρομακτικό ταυτόχρονα, αλλά και η μαγεία που θα πρέπει εμείς να βάλουμε στην ζωή μας για ν’ αλλάξουμε αυτό το δυστοπικό σήμερα.





Λυπάμαι μόνο, μικρό μου που δεν μπορώ να σε γαργαλήσω….