Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



7.8.21

words fail me...

 



που θα κρύβονται τώρα οι νεράϊδες;

τώρα που όλα έγιναν στάχτη;


“O ye, I tell thee 

Tis a faerie tree for sure.” 🕊

  For the many secrets it does hold, the many other worlds it does know. O honour the spirit and the nymphs of this tree, for beneath it dwells the Aes Sídhe and for that much I know.

Athey Thompson




3.7.21

Στη σκιά

 


Οι ορτανσίες μου έχουν γύρει τον ανθό τους κουρασμένες απ’ τον καύσωνα.

Στην πλαστή δροσιά του κλιματιστικού, αυτή τη δροσιά που μισώ κυρίως γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, ψάχνω το καταφύγιό μου απ’ τη ζέστη στις γωνιές αυτές του μυαλού μου που κανείς δεν έχει πρόσβαση - εκτός αν του δώσω εγώ.

Σο σπίτι του παππού Ζ και της γιαγιάς Κ, ο αιωνόβιος ευκάλυπτος έριχνε τη σκιά του στην μπροστινή αυλή, αλλά το απόγευμα. Μπροστά απ’ τον ευκάλυπτο η θάλασσα, ανέβαινες τα τρία σκαλάκια, η αυλή τσιμεντένια για να χωράει το «σόϊ» ή πιο σωστά «ΤΟ σόϊ»-τα δέντρα ήταν στην πίσω αυλή, δέντρα κι ότι άλλο ήθελες, μην ψάχνεσαι για καλοσχεδιασμένες ινσταγκραμικές αυλές, ένα πιθάρι εδώ, ένα γυάλινο μπουκάλι εκεί να μαζεύει ζεστό νερό, μια κορομηλιά, πέντ’ έξι ψωραλέες γάτες, δυό τρεις φερ φορζέ-, τσιμεντένια λοιπόν, η μπροστινή βεράντα, αλλά η σωτηρία απ’ τον καύσωνα ήταν μέσα, στα κουφωτά παντζούρια, στα λεπτά σεντόνια από γάζα πάνω σε κάθε κρεββάτι ή ράντζο, σ’ ένα γυάλινο βάζο με τα πασπαλισμένα με ζάχαρη μπισκότα που έφερνε ο θείος Διονύσης και, κυρίως, στη μυρωδιά απ’ το φιδάκι σε κάθε δωμάτιο κι είναι αυτή η μυρωδιά απ’ το φιδάκι που απεγνωσμένα αναζητώ κάθε που το θερμόμετρο χτυπάει τους 35, μέχρι και τα φιδάκια τώρα τα κάνανε πολίτικλυ κορρέκτ και δεν μπορείς να μαστουρώσεις, τα σεντόνια από γάζα δεν υπάρχουν πουθενά αλλά η Αγγλία παίζει απόψε ενάντια στα Ουκρανά και πολύ θα το χαρώ να φτάσει στον τελικό, βασικά θα το χαιρόμουν διπλά αν έφταναν στη θέση τους οι σκωτσέζοι ή οι ουαλοί αλλά ομάδες δεν έχουν, προς τιμήν τους λοιπόν, ο Ray Davies στο πικάπ και, αυτό εδώ το τραγούδι αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους όσους πιστεύουν ότι αυτό που ζούμε είναι μια καλή ζωή….

'Cause he gets up in the morning,

And he goes to work at nine,

And he comes back home at five-thirty,

Gets the same train every time.

'Cause his world is built 'round punctuality,

It never fails.

And he's oh, so good,

And he's oh, so fine,

And he's oh, so healthy,

In his body and his mind.

He's a well respected man about town,

Doing the best things so conservatively.

And his mother goes to meetings,

While his father pulls the maid,

And she stirs the tea with councilors,

While discussing foreign trade,

And she passes looks, as well as bills,

At every suave young man.

'Cause he's oh, so good,

And he's oh, so fine,

And he's oh, so healthy,

In his body and his mind.

He's a well respected man about town,

Doing the best things so conservatively.




8.6.21

Το νήμα....

 


Nothing ever begins. There is no first moment, no single word or place from which this or any other story springs. The thread can always be traced back to some earlier tale, and to the tales that preceded that…..”

Τρεις υφάντρες ύφαναν το υφάδι της ζωής της κι άλλες δύο βοήθησαν. Τρεις γυναίκες τόσο διαφορετικές η μια απ’ την άλλη, αλλά όλες, με το δικό της τρόπο η καθεμιά, μοναδικές. Τα μαγικά τους χέρια άγγιξαν το νήμα, το στριφογύρισαν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα όμορφα κρινοδάχτυλα ή ανά περίπτωση στα αργασμένα δάχτυλά τους, τύλιξαν, ξετύλιξαν, το κουβάρι άλλαξε χρώματα, περισσότερα χρώματα σίγουρα απ’ το ουράνιο τόξο, άλλοτε παστέλ, άλλοτε ασημιά σα το νιό φεγγάρι, άλλοτε φανταχτερά σα το καλοκαίρι ή σκούρα σαν τον αγριεμένο χειμωνιάτικο ουρανό αλλά ποτέ, μα ποτέ σου ορκίζομαι δεν ήταν μουντά…

Η Καλλιόπη, η Αλίκη, η Νατάσσα. Η μια μικροκαμωμένη, τοσοδούλα σχεδόν, αεικίνητη, λατρευτική, μεγάλωσε τρεις γιούς κι ας μην την έπιανε το μάτι σου. Μισή Σαλονικιά και μισή Φραγκοσυριανή, κράτησε τη μαγειρική παράδοση των προγόνων της και τα τραπέζια της ήταν ξακουστά-όσο ξακουστή ήταν κι αγάπη της για τον άντρα της-κι αντίστροφα, μέχρι τι τέλος.

Η άλλη, πανέμορφη κι αυτή, αλλά δεν ήταν αυτό που την έκανε ξεχωριστή, ήταν η αδάμαστη δίψα της για τη ζωή, οι ανησυχίες της, το όνειρό της να γίνει γιατρός ερευνήτρια σε μια εποχή που οι γυναίκες μετά βίας τέλειωναν το δημοτικό, ήταν η δύναμή της, να παίρνει τη ζωή τους στα χέρια της κι εκεί που νομίζεις πως χάθηκαν όλα αυτή να τα ξαναφτιάχνει – αυτά κι άλλα τόσα – απ’ το μηδέν, ήταν το χαμόγελό της, το χάδι της, ο τρόπος που σου σταύρωνε το μαξιλάρι κάθε βράδυ-«καληνύχτα, όνειρα γλυκά, η παναγιά κοντά σου δε θα δεις άσχημα όνειρα», ήταν η αγάπη της για τον άντρα της κι αντίστροφα, μέχρι το τέλος.

Η τρίτη, τελευταία μόνο χρονικά, ήταν αλλουνού παπά ευαγγέλιο: όμορφη σα τη μάννα της ήταν, αλλά εκεί σταματούσε κάθε ομοιότητα. Ο δικός της κόσμος ήταν καλά κρυμμένος, η δύναμή της ήταν εσωτερική, τα όνειρά της δεν τα εκμυστηρεύθηκε ποτέ σε κανένα. Υποψιάζομαι γιατί δεν υπήρξαν απραγματοποίητα όνειρα… αγαπήθηκε πολύ, αγάπησε πολύ, κι έτσι όπως την βλέπω τώρα από απόσταση, δε νομίζω να ήθελε κάτι άλλο. Αυτό που λέμε προκομμένη γυναίκα, ηχεί στις μέρες μας ίσως παλιομοδίτικο, ίσως «λίγο» τώρα που όλες οι γυναίκες αρέσκονται στην αναρρίχηση, όμως, πίστεψέ με, δεν είναι καθόλου λίγο να είσαι υπέροχη σύντροφος, στοργική μαμά, αγαπημένη νύφη, να έχεις υπάρξει μικρή η ψυχή της παρέας, να έχεις στη συνέχεια μεγαλόψυχα παραχωρήσει αυτό το ρόλο και να μένεις απλά να φροντίζεις, γιατί το να φροντίζεις είναι η δυσκολότερη τέχνη μετά το να αγαπάς κι αυτή τα έκανε και τα δύο τέλεια.

Κι έτσι όπως έπλεκαν και στριφογύριζαν το νήμα αυτό της ζωής σου, γύρω τους γύρναγαν και βοηθούσαν, κι έπαιρναν μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι άλλες δύο γυναίκες, από διαφορετική γραμμή αίματος, των οποίων η παρουσία χωρίς να είναι καθημερινή, σου έμεινε αξέχαστη. Η Αμαλίτσα ήρθε στα χτήματα της οικογένειας της Αλίκης σαν εργάτρια για τις ελιές. Ο μεγάλος γιός του γαιοκτήμονος την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε, αλλά οι τρεις από τις τέσσερεις αδελφές του που δεν μπορούσαν να δεχτούν μια λιομαζώχτρα για νύφη τους πέταγαν στο πηγάδι της Κούρτης τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα για να την κατηγορήσουν για κλοπή. Μόνο η Αλίκη δεν έπαιξε αυτό το «παιχνίδι» κι Αμαλία δεν το ξέχασε ποτέ. Ότι ήταν της Αλίκης, κατά συνέπεια κι εσύ, ήταν αντικείμενο αγάπης και λατρείας. Η Αμαλία, έμεινε στην Κούρτη μέχρι τα βαθιά της γεράματα κι ήταν από τους πιο αγνούς ανθρώπους που θα γνώριζες ποτέ.

Και μετά, ήταν η Χριστίνα. Χωριατοπούλα απ’ τα Μπραγανιώτικα, που νομίζεις ότι σε όλη της τη ζωή θα ήταν ακριβώς η ίδια, φαντάζεσαι πως δεν ήταν ποτέ παιδί, ούτε ποτέ γριά, πως τότε που μεγάλωνε τον σαν τροφός τον παππού σου ήταν ίδια κι απαράλλακτη όπως τα καλοκαίρια που υποδεχόταν εσένα στο σπίτι της θείας Έλλης πάνω απ’ το Λιστόν, με την παραδοσιακή φορεσιά της Κέρκυρας και την μαντήλα στο κεφάλι, μ’ αυτό το μεγάλο στήθος, που θαρρείς και μάλλον δεν πέφτεις έξω πως μεγάλωσε κι έθρεψε όχι μόνο τον παππού σου αλλά και όλο το επόμενο σόϊ, που σ’ έκλεινε πάνω του και μέσα στην αγκαλιά της ασφυκτικά, και σε φίλαγε μ’ ένα φιλί. Σφυριχτό; Ρουφηχτό; δεν έχεις ξανακούσει τέτοιο φιλί ποτέ στη ζωή σου, η Χριστίνα ήρθε απ’ τον προ-προηγούμενο αιώνα και διέτρεξε όλον τον προηγούμενο, αλλά βαθειά μέσα σου ξέρεις πως μάλλον είναι αιώνια και τέλος πάντων, αυτό το υφάδι της ζωής σου το ύφαναν αυτές οι τρεις και δύο γυναίκες (όχι μόνο, αλλά για τους άντρες θα σου πω άλλη στιγμή), ένας ανεμοστρόβιλος χαράς και αγάπης, ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων, εικόνων, ερεθισμάτων, όλα αυτά και δέκα φορές τόσα που δεν υπάρχουν λέξεις να τα περιγράψουν, έπρεπε όμως με κάποιο τρόπο να ειπωθούν, όλα αυτά που είσαι εσύ σήμερα και που μόνο ένας άνθρωπος κατάφερε να δει-και να σου πω κάτι; Δεν χρειαζόσουν και παραπάνω….

9.5.21

Η μέρα που στη Γη πατήσαμε το Pause

 



425 μέρες περίπου πέρασαν από τότε που στον πλανήτη πατήσαμε το pause.

Τώρα – σχεδόν 425 μέρες μετά – που ο πλανήτης ετοιμάζεται να πατήσει το restart, αντί να γκρινιάζουμε για τα Χριστούγεννα που δεν πήγαμε στα μπουζούκια, για το Πάσχα που δεν πήγαμε στο χωριό (αυτό το ίδιο χωριό στο οποίο δεν καταδεχτήκαμε να ζήσουμε αλλά προτιμήσαμε τους τέσσερις τοίχους ενός «διαμπερούς») να σφάξουμε τους αμνούς και να ξεφαντώσουμε με κλαρίνα, για τον καφέ που δεν μπορούσαμε να πιούμε με τις κολλητές μας και την άβαφτη ρίζα, μήπως, λέω μήπως είναι ευκαιρία να κοιτάξουμε για τελευταία ίσως φορά έξω απ’ το παράθυρο του διαμπερούς την Πάρνηθα ή τον Όλυμπο;

Μην πάει ο νους σου στο κακό, εμείς καλά θα είμαστε, αλλά μόλις τα δισεκατομμύρια ξαμοληθούν πάλι ελεύθερα ούτε η Πάρνηθα θα φαίνεται, ούτε ο Όλυμπος αλλά πιθανότατα ούτε η θάλασσα από μπαλκόνι στην Πειραϊκή. Το νέφος θα ξαναπάρει την θέση που τόσο άδικα του στέρησε το λοκντάουν, κι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν.

Κανένας κοκκινολαίμης δεν θα πλησιάσει τόσο τολμηρά την αυλή σου, ούτε κιρκινέζες θα πετάξουν πάνω απ’ το όμορφο κεφαλάκι σου.

Οι χελώνες μάταια θα προσπαθούν να προστατέψουν τα’ αυγά τους από τις αδυσώπητες τουριστικές πατούσες στο Λαγανά κι όπου αλλού παρεπιδημούν οι καρέτα καρέτα, τα δελφίνια κι οι φάλαινες που για ένα χρόνο και κάτι ένιωσαν-πως τόλμησαν!!- ότι οι θάλασσες ήταν και πάλι δικές τους κι έπαιζαν και τραγουδούσαν αμέριμνα, τώρα να δεις που θα ξαμοληθούν τα τζετσκι και τα τζετσετ τι έχει να γίνει, να μην πω για τα μικρά πιγκουινάκια που νόμισαν ότι είχαν όλα τα βράχια δικά τους-θράσος που το είχαν κι αυτά!

Ναι, θα μου πεις είναι πράγματ’ αυτά, να περπατάνε ελάφια στη μέση των δρόμων και αλεπούδες να βολτάρουν αμέριμνες στα πάρκα; Στα πάρκα που φτιάχτηκαν [εκεί-που-κάποτε-ήταν-δάσος-και-χώμα-και-μετά-το-τσιμεντώσαμε-και-χτίσαμε-πόλεις-τέρατα] για να έχουμε πνεύμονες πρασίνου, να παίζουμε εμείς και τα παιδιά μας;

425 μέρες περίπου από τη μέρα που πατήσαμε το pause, και λίγο πριν πατήσουμε το restart μήπως είναι καιρός να αναλογιστούμε πως αυτές οι μέρες ήταν οι μοναδικές που η γή ανέπνευσε; Μήπως πρέπει ν’ αφήσουμε στην άκρη τον ανθρωποκεντρισμό μας και να σκεφτούμε πως η Γη δεν μας ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα. Ίσως το μεγαλύτερο μέρος της δεν μας ανήκει καν, αλλά το δανειστήκαμε-άτσαλα; βίαια; το υποκλέψαμε; το στερήσαμε; από πλάσματα στα οποία πραγματικά ανήκε.

Ας σκεφτούμε πως δεν χρειάζεται να χαθούν εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές για να αναπνεύσει ο πλανήτης, αρκεί να κάνουμε ένα μικρό shift στο διακόπτη της δικής μας ζωής.

 

***Οι σκέψεις αυτές στριφογύριζαν στο μυαλό μου απ’ τον πρώτο μήνα του λοκντάουν, τότε που το μπαλκόνι μου στο κέντρο της Αθήνας επισκέπτονταν πλάσματα που δεν είχα ξαναδεί, όμως θα τις κρατούσα σφιχτά κλεισμένες στην αγκαλιά μου αν δεν ερχόταν αφ’ ενός το ντοκυμαντέρ του David Attenborrough The Year Earth Changed” να επιβεβαιώσει τις σκέψεις μου και αφ’ ετέρου όλες αυτές οι φωνές και τα παράπονα όσων δεν «τους αφήσανε» να κάνουν Πάσχα στο χωριό-το χωριό το ρώτησε κανείς;


1.5.21

Ουρανέ μου

 




Μάνα μου μάνα

στο δρόμο μου σπείρανε

πέτρα κι αψιθιά.

Μάνα μου μάνα

τα νιάτα μου γείρανε

κάτω απ’τα σπαθιά.

 

Ουρανέ μου

στείλε μου νερό

να ποτίσω την έρημο

να φυτρώσει

λουλούδι δροσερό

στο κορμί μου τ’αέρινο

μάνα μου μάνα

την άνοιξη φέρε μου

πάνω στο σταυρό.

 

Μάνα μου μάνα

ηλιόλουστη μέρα μου

πότε θα σε βρω.

 

Ουρανέ μου

διώχ’τη συννεφιά

να περάσω τα σύνορα

κι ένα βράδυ

πάνω στα βουνά

να χτυπήσω τα σήμαντρα

μάνα μου μάνα

στα χέρια μου σήμερα

καίνε τα καρφιά.

Ουρανέ μου

στείλε μου νερό

να ποτίσω την έρημο

να φυτρώσει

λουλούδι δροσερό

στο κορμί μου τ’αέρινο

μάνα μου μάνα

τον ήλιο σου φέρε μου

πάνω στο σταυρό



Ο καθένας μας δικαιούται τη δική του.
Καλή Ανάσταση!!

29.4.21

Αισθήσεις - αφή, γεύση


 

Αγγίζω, γεύομαι, δύο αισθήσεις μαζί, δεν ξέρεις ποια προηγήθηκε, μάλλον το άγγιγμα, τότε που ο μπαμπάς σου σου έδειξε πώς να κλείνεις τις χούφτες σου, ήσουν δεν ήσουν 4 χρονών εκεί στα "βραχάκια της θείας της Κάκιας" και στη σκιά του ευκάλυπτου, να κλείνεις τις χούφτες σου για να παγιδεύεις τα παρεπιδημούντα γαριδάκια, και μετά, σχεδόν τελετουργικά να τα βάζεις ολόκληρα (ήταν δεν ήταν δυο εκατοστά, τρία το πολύ έτσι κι αλλιώς) και φυσικά ζωντανά στο στόμα σου ανασηκώνοντας το κατσαρομάλικο κεφαλάκι σου στον ήλιο και μισοκλείνοντας τα μάτια από την ηδονή της γεύσης του αλατιού-καταλήξαμε λοιπόν: η γεύση ακολούθησε.

Από τότε χάϊδεψες, άγγιξες, ψηλάφησες. Πρόσωπα, μεταξένιες μπούκλες, μεταξένια ρούχα, απαλά κορμιά, άφησες να κυλήσει ανάμεσα στα χέρια σου η άμμος της θάλασσας και το χώμα της γης και δανείστηκες μ’ ευγνωμοσύνη βρύα απ τα γέρικα δέντρα για το νεραϊδόσπιτό σου.

Από τότε γεύτηκες, δοκίμασες. Φίλησες, έγλυψες με τη γλώσσα σου το αλάτι όπως στέγνωνε στο δικό σου κορμί ή στο κορμί ενός άλλου, δάγκωσες απαγορευμένους καρπούς κι άφησες τους χυμούς τους να τρέξουν, να βάψουν τα χείλη σου, να κυλήσουν στο λαιμό σου γεμίζοντάς σε γλυκειά ηδονή κι ας ήξερες βαθειά μέσα σου πως αν λερωθείς θα υπάρξει τιμωρία, αλλά δε σ’ ένοιαξε γιατί ήταν τόσο γλυκό, τόσο όμορφο, τόσο απαγορευμένο….

Κρατάς για το τέλος το πιο όμορφο, γιατί τα πιο όμορφα πάντα έρχονται λίγο πιο πριν απ’ το τέλος…. Ν’ αφήνεις τα δάχτυλά σου να ταξιδεύουν στο πιο απαλό δέρμα του κόσμου-δικό σου πιά, όχι απαγορευμένο. Και να δαγκώνεις το πατουσάκι του Α – «είναι στραβά τα δάχτυλα του ποδιού μου γιαγιά» - έτσι ακριβώς όπως εικοσιπέντε χρόνια πριν δάγκωνες του Μ.

Εντάξει, δε νομίζω ότι πρέπει να έχεις παράπονο…..

12.4.21

Αισθήσεις - όσφρηση

 






Πολύ απλά, σχεδόν επιγραμματικά:

1980, Brazilian-Βουκουρεστίου 1 - espresso  και φρεσκοψημένο κρουασάν. Και τα δύο αρώματα χάθηκαν όταν έκλεισε το Brazilian.

1981, Le Meridien, Βουκουρεστίου 2 - Poison.  Πρώτα έμπαινε αυτό στο χώρο, μετά η Ντορέττα Δρ. Κομψή, Δυναμική, Γυναίκα, όλα δηλαδή όσα εσύ δεν έβλεπες σε σένα, τα έβλεπαν όμως όλοι οι άλλοι, μόνο που άργησες κουτό παπί να το πάρεις χαμπάρι….

1981, Σκαλιά 3ου ορόφου πολυκατοικίας Πατησίων κι Αγαθουπόλεως - Aux Printemps, Pacco Rabanne. «Σε κατάλαβα απ’ το άρωμά σου πριν μπω στο ασανσέρ!»

2006, Κάπου, οπουδήποτε, παντού, όμορφα – Pour Elle, Pacco Rabbane. “Pas pour elle, pour Vous”

2010-untill the End – a song:

Genevieve wears Dior,
Margaret wears Tresor
Mary Jo wears Lauren
But you don't wear no perfume

Deborah wears Clinique
Marianne wears Mystique
Judith wears Shalimar
But you don't wear no perfume

That's why I want to spend my life with you,
That's why I want to spend my life with you

Well, pretty boy, you don't wear no perfume either...


*η μυρωδιά του ταλκ στο αδύνατο μωρουδίστικο κορμάκι του, εκτός συναγωνισμού



5.4.21

Αισθήσεις-ακοή

 


Δεν θα ήταν βλασφημία να πεις ότι για πρώτη φορά άκουσες – όχι άκουσες κάτι ωραίο αλλά να, σαν να υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή πλήρης απουσία ήχων – όταν ένα πρωί αξημέρωτα άκουσες την passacaglia από την 7η σουΐτα για πιάνο του Χαίντελ-ασφαλώς με τον Γκαβρίλωφ, ναι, θα μπορούσες σίγουρα να πεις Άκουσα, όχι eureka, και θα ήταν απολύτως κατανοητό, αλλά μετά έρχεσαι στα συγκαλά σου και θυμάσαι ότι για πρώτη φορά άκουσες όταν σου ζήτησε παραμύθια με μπινινίνες, ή να παίξει με τον Ιτότονο και σίγουρα κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο στις 4:00 το απόγευμα – πάνω-κάτω 4:00, δεν είμαστε και Λονδρέζοι να μιλάμε για δρομολόγια ακριβείας – που έμπαινε στο λιμάνι "Ο Κοτσιδώνας, ο Κοτσιδώνας" ή δε μπορούσε να δέσει η Ροδάθνη, και για να μην ξεχάσεις ποτέ την πρώτη φορά που άκουσες, ξαναπέταξαν γύρω σου ήχοι απίθανοι, αστείοι, μελιστάλαχτοι, σαν να πέταγες μπουίς ζώνη ασφαλείας, σα να χόρταιναν όλες οι αισθήσεις σου με μπάμπουργκερ, κι ας θύμωνες "θα πάρω το μποκ και το αυτοκινητάκι μου και θα πάω σπίτι" και, ναι, δε σου κάνω πάκα, αλλά πάντα υπάρχει μια ακόμη φορά που επίτηδες αφήνεις τελευταία, κι ας πρωτάκουσες για μια ακόμη φορά τότε, επ’ αφορμή, και όχι ανακράζοντας, Hallelujah, όταν πίσω και δεξιά απ’ τα αυτί σου και φυσικά ψηλότερα, μια φωνή, σε ρώτησε "Πείτε μου Κυρία Σ. στ’ αλήθεια ξέρετε τον John Cale";


30.3.21

Αισθήσεις - όραση

"Λένε πως το σκοτάδι είναι μαύρο, αλλά εγώ δεν το ξέρω αυτό γιατί δεν έχω δει ποτέ το μαύρο" μου είπε ο Β. σε μια από τις πολύωρες συζητήσεις μας…

 Ας αρχίσουμε απ΄ το πράσινο του είπα, το πιο όμορφο είναι αυτό του πρωτόλαδου, απ’ τις ελιές που μαζεύονται στις αρχές του Οκτώβρη, τόσο παχύρευστο αλλά και τόσο διάφανο, απαλό, διακριτικό, σε αντίθεση με το πράσινο του σμαραγδιού που σε μαγνητίζει με τη λάμψη του, μόνο που η λάμψη εκτός από απατηλή είναι και σκληρή ενίοτε, αλλά υπάρχει και το άλλο πράσινο, το βερ-αμάντ, απαλό σαν αυτό που έχει η φλούδα του νεογέννητου αμυγδάλου, μαγικό δέντρο η μυγδαλιά κι ας μην την εκτιμούσα τόσο όταν ήμουν μικρή, σκέψου, δίνει αυτά τα υπέροχα ρόζ λουλούδια – κράτα το αυτό στο μυαλό σου του είπα, γιατί στο ροζ δεν φτάσαμε ακόμα – στην αρχή και μετά τον καφέ καρπό τυλιγμένο σ’ ένα βεραμάν πέπλο, όλοι οι τόνοι του παστέλ σε ένα δέντρο…. 

 Και μετά είναι το μπλέ, ένα χρώμα που είναι χίλια χρώματα μαζί, το καλοκαίρι στη θάλασσα, σαν πατάς μόλις το πόδι σου στα ρηχά, εκεί είναι το γαλάζιο και όσο ξεμακραίνεις σκουραίνει, σκούρο μπλε έχει λιγο πριν το ξημέρωμα ο ξάστερος, ετερόφωτος ουρανός, αυτός που τη μέρα, ανάλογα με τα κέφια του ήλιου είναι γαλανός, γκρίζος, ενίοτε και τυρκουάζ, αλλά τυρκουάζ κυρίως, είναι οι θάλασσες της Κεφαλλονιάς και γαλαζοπράσινες οι θάλασσες στους Αντίπαξους. 

 Σκέψου τώρα, άσε τις θάλασσες και τα καλοκαίρια και σκέψου ένα κοριτσάκι, να τριγυρίζει σ’ ένα λούνα παρκ κρατώντας ένα ξυλάκι με μαλλί της γριάς, ρόζ είναι το μαλλί της γριάς και γλυκό, και κολλάει στα δάχτυλα, κι ο αέρας της ανακατεύει τα μαλλιά που έχουν το χρώμα του μελιού, και τα μάτια της έχουν κι αυτά το χρώμα του μελιού και η ζάχαρη απ το μαλλί της γριάς κολλάει στα μαγουλάκια της, ροζ αυτό, ροζ και τα μάγουλα, στο σύνολο μια ωδή στο ροζ, ευκαιρία να κάνουμε μια παραλλαγή, ας φανταστούμε ότι είναι πιά κοπέλα, κρατάει στα χέρια της ένα λουκουμά, και μετά, γλύφει τη ζάχαρη που έχει μείνει πάνω απ’ το χείλι της, κι αυτό είναι το άσπρο, γλυκό κι όμορφο, άσπρο είναι και το γιασεμί που έχει ανέμελα περασμένο πάνω απ’ τα’ αυτί της, να μοσχοβολάει, όχι ότι χρειάζεται το άρωμα του γιασεμιού βέβαια…

 Κι η κοπέλα – ας κάνουμε μια φανταστική ιστορία μ’ αυτό το φανταστικό κορίτσι που έγινε κοπέλα κι ύστερα γυναίκα – μεγάλωσε, και μια μέρα τη συνάντησα να χορεύει μ’ ένα αγόρι ένα tango, ναι, οπωσδήποτε θέλει δύο αυτό το tango, και φορούσε ένα φόρεμα απαλό, που έμοιαζε με χάδι πάνω στο κορμί της, αέρινο, μεταξένιο, τρεμοπαίζει σε κάθε της κίνηση, έτσι όπως ρίχνει πίσω τα μελιά της μαλλιά τα χείλη μισανοίγουν καθώς η ανάσα βγαίνει άναρχη, και τα χείλη είναι κατακόκκινα, όπως και το φόρεμα είναι κατακόκκινο, όπως και τα ζουμιά απ τη φέτα το καρπούζι που τρέχουν πάνω στο γυμνό κορμάκι αυτού του τρίχρονου αγοριού που κάθεται ανέμελα πάνω στο πεζούλι χαζεύοντας τους περαστικούς γλάρους σ’ ένα άλλο σύμπαν, χωρίς tango αλλά με γλάρους και «ροδάθνες»… 

 Κι αν όλα αυτά είναι τα κόκκινα, τότε η φωτιά τι είναι; θα με ρωτήσεις και δικαίως, και θα σου απαντήσω πως η φωτιά δεν ήταν ποτέ κόκκινη, αλλά πορτοκαλί, λαμπερή κι επικίνδυνη, αλλά, αυτός ο κίνδυνος είναι που την κάνει τόσο ελκυστική, κι άλλο τόσο επικίνδυνο είναι το ν’ αφήσεις τη φωτιά σου να σβήσει, αυτό μην το κάνεις ποτέ. 

 Κι όμως, αν με ρωτούσες πιο είναι το πιο αγαπημένο μου χρώμα θα σου έλεγα το μωβ σε κάθε του μορφή, λιλά σαν τις πασχαλιές που ανθίζουν κάθε Απρίλη για να κάνουν τον κόσμο να δείχνει μαγικός και όπως κάθε τι μαγικό κρατάει λίγο έτσι κι αυτές ανθίζουν για λίγο μόνο, τόσο όσο χρειάζεται, λίγο πιο σκούρο, σαν τις λεβάντες που ανθίζουν όταν όλα τα άλλα γύρω τους μαραίνονται, και κυρίως το μωβ από τους μενεξέδες που κάθε χρόνο, την ίδια μέρα του Φεβρουαρίου ο παππούς μου χάριζε στη γιαγιά μου μ’ ένα καλλιγραφικό-τι άλλο;- σημείωμα: «Αγαπημένη μου Αλίκη, κάθε χρόνο τέτοια μέρα όσο ζω και σα δεν θα ζω, οι μενεξέδες θ’ ανθίζουν πάντα για σένα»


 **Ο Β. είναι εκ γενετής τυφλός, την εποχή εκείνη αριστούχος της νομικής και πλέον έγκριτος δικηγόρος, ασχολούμενος ενεργά με τα κοινά. Το παιχνίδι με τα χρώματα, ξεκίνησε σαν ένα ταξίδι γνωριμίας με έναν άγνωστο κόσμο σε μια προσπάθεια να γίνει ευκολότερη η καθημερινότητα των ανθρώπων με προβλήματα όρασης. Αν και η επικοινωνία μας έχει από καιρό σταματήσει – φόρτος εργασίας είναι η λέξη κατάρα της καθημερινότητας – χάρηκα όταν μια μέρα δημοσίευσε στο blog του τα χρώματα, σχεδόν ακριβώς όπως του τα έστελνα τότε… είναι αυτή η υπέροχη αίσθηση του «τελικά τίποτα δεν πάει χαμένο»

21.3.21

χαζό παπί μέρος 2ον-εις τας εξοχάς

Να τώρα μια ανάμνηση απ' αυτές που ξεπετάγονται απ' το πουθενά, είσαι λέει στη δευτέρα δημοτικού στο 26ο στην Κυψέλη, εκεί που την πρώτη μέρα νέα σε νέα γειτονιά - απ' το εξωτικό καλαμάκι και την παραλία του μπάτη τι γύρευες δύσμοιρη μικρή στο κέντρο καράκεντρο - και στο νέο σχολείο η μαμά σου άργησε να έρθει να σε πάρει την πρώτη μέρα αλλά εσύ είχες βάλει σημάδι την οδό μεγίστης, εντυπωσιακό αναμφισβήτητα όνομα για ένα εξαμισάχρονο, και πήρες ίσα το δρόμο και ρώτησες για την οδό μεγίστης και πάνω που ρώταγες σε βρήκε η μάμα σου, στο σήμερα θα είχανε πάθει εγκεφαλικό και όχι αδίκως, άλλοι καιροί, άλλοι κίνδυνοι, στη δευτέρα δημοτικού λοιπόν διότι ξεστρατίσαμε, τότε που ω του παραδόσξου είδες στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου ένα βιβλίο αριθμητικής με ένα υπέροχο εξώφυλλο κι έκλεψες απ' την τσέπη του μπαμπά ένα πενηνταράκι να πας να το αγοράσεις κι αυτό από μόνο του είναι μια απίστευτη ιστορία όχι γιατί ο μπαμπάς σου θα στου έπαιρνε τρία αν το ζητούσες, όχι ένα, αλλά γιατί είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας να επιθυμήσεις οτισήποτε έχει σχέση με μαθηματικά και μετά, ναι, αυτή είναι η βασική ανάμνηση, οι προαναφερθείσες απλά ξεφύτρωσαν σα ζιζάνια, για κάποιο λόγο μετά σε έγραψαν στα προσκοπάκια, ίσα που μια φορά πήγατε και μιλήσατε με μια γλυκύτατη ομαδάρχισα ή αρχηγό ή όπως τις λένε και την άλλη κυριακή πήγατε λέει εκδρομή στη Δροσιά και στο δρόμο τραγουδούσατε τα χριστανόπουλα θα πάμε με φτερά / να πούμε μήνυμα που φέρνει τη χαρά / μας περιμένει με λαχτάρα όλη η γη / κι εμείς κινήσαμε πρωί με την αυγή, και παίξατε στας εξοχάς και καθίσατε στο πασίγνωστο τότε αλλά και μετέπειτα "εξοχικό κέντρο", ενδέχεται να ήπιες και μια γκαζόζα, και μέχρι εκεί ήταν η καριέρα σου με τους προσκόπους, το γιατί δεν συνεχίστηκε ουδείς πλέον από τους γνωρίζοντες βρίσκεται εν ζωή κι εσύ που μπορεί απλά να μη σου άρεσε δε θυμάσαι... Πεϊνιρλί πάντως, δεν έφαγες!!

20.3.21

Ξεχάστηκε

Μια μέρα πριν απ' τον "επίσημο" ερχομό της άνοιξης κι αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό είναι τόσο μουντό και τόσο τεμπέλικο.... Λες κι η άνοιξη, που την κλειδώσαμε έξω ένα χρόνο και κάτι μέρες πριν, δεν τολμάει να χτυπήσει την πόρτα και να ξανάρθει..
Κι αυτά τα βελανίδια, τι στο καλό κάνουν ακόμα στην βεράντα μου;

16.3.21

Στου Μπούκαρη


 

Τι είναι αυτό που έβαλες για screensaver;  με ρώτησε

Του μπούκαρη, αποκρίθηκα

Τι είναι ο μπούκαρης;  με ρώτησε ξανά

Τι να σου πω τώρα; Ένα στενό δρομάκι κι από κάτω η θάλασσα. Και πάνω στο δρομάκι δυό καρέκλες. Κι από κάτω η θάλασσα. Και η μυρωδιά του ούζου, που σκασίλα μου για το ούζο, ποτέ δεν ήπια και μια φορά δοκίμασα και δε μ’ άρεζε-η Νατάσσα μου όμως το αγαπούσε- αλλά στο ούζο ορκίζομαι γιατί μαζί πάει και το γαριδάκι, και το καλαμάρι με ντομάτα κι αλάτι θαλασσινό και το ποτήρι γεμάτο παγωμένη μπύρα τζίζας κοριτσάκι,  αλλά εγώ το ούζο μυρίζω, κι από κάτω μη το ξεχνάμε, η θάλασσα και μην κάνει κανείς το λάθος και πει α τι ωραία θάλασσα γιατί η θάλασσα στη μεσογγή ή μάλλον απ τις μπενίτσες για τους ξένους απ τη μπενίτσα για μας η θάλασσα είναι ένα δράμα γεμάτη μπάρους τους λέμε εμείς, φύκια ψηλά ως την επιφάνεια της θάλασσας τα λένε οι ξένοι, όμορφες θάλασσες το νησί της μάννας μου έχει δεκάδες αλλά καμμιά δεν ήταν σα τη μεσογγή και την παραλία μπροστά απ του παληκύρα γιατί δεν ήταν μόνο στου μπούκαρη που μύριζε ούζο, δεν ξέρω καν γιατί οι περισσότερες αναμνήσεις δικές μου αλλά και γενικώς συνδέονται με μια μυρωδιά ή μια μουσική και στου παληκύρα, στη μεσογγή, όλο μυρωδιές ξεχύνονταν να το διαβάσει κανείς αυτό θα νομίζει ότι διακοπές πήγαινα-πηγαίναμε για να φάμε , όχι, της τύχης παιχνίδι ήταν που η Κούρτη δεν ήταν πιά δικιά μας και μέναμε σαν τους τουρίστες σε δωμάτια κι αυτοί που είχαν τα δωμάτια είχαν παντρευτεί μαγείρισες εξτραορντιναίρ κι έτσι με την τσίμπλα στο μάτι ετών δώδεκα ή δεκατέσσερα παράγγελνα ένα φραπέ κι αυτό να μείνει παρακαλώ ασχολίαστο γιατί δεν συνάδει με την ηλικία και μια μερίδα πατάτες ή αυγά στραπατσάδα, και μετά σερνόμαστε τεμπέλικα μέχρι την παραλία, πέντε ολόκληρα μέτρα, ή άμα θέλαμε να μεγαλοπιαστούμε πεταγόμαστε πενήντα ολόκληρα μέτρα μέχρι την βίλα «αναμπέλλα» βίλα ένα και μισό δωμάτιο αλλά πάνω στη θάλασσα, βήμα και μπλουμ, και να σημειωθεί πως στη μικροσκοπική κουζίνα του είχε πλακάκια ψηφίδες πράσινες, το καλό γούστο ποτέ δεν έλειψε απ’ αυτό το σόϊ, ούτε κι απ τα’ άλλο για να είμαστε ακροβοδίκαιοι, μικρή λοιπόν η αναμπέλλα απ’ τ’ όνομα της δευτεροθείας μου αλλά μικρότερης κατά τρία έτη όμως πάντα με τσάντιζε να έχω θεία μικρότερη από μένα κι έτσι ξαδέλφη επιμένω να τη λέω, πάντως είχε τη γοητεία της η αναμπέλλα και γι άλλον ένα λόγο γιατί μαζεύονταν οι φίλοι της άντε να το πω θείας και του μεγαλύτερου θείου ουφ το είπα και χωρίς ψυχοθεραπεία δυό και τρία χρόνια μας ρίχνανε και το μέλλον προδιαγεγραμμένο σπουδές στην ιταλία κι εμάς, που η μοίρα μας μας προδιέγραφε για μια εντοπιότατη πάντειο, «να γίνεις παιδί μου σπουδαία δημοσιογράφος σαν την οριάννα φαλάτσι», η ιταλία μας φαινόταν άλλος πλανήτης, άλλος αιώνας, άλλη ζωή, ζηλευτή αλλά μην ξεχνάμε, από κάτω, δίπλα δε λες καλύτερα η θάλασσα, και στο βάθος ο Βούνος, και στο τέρμα του δρόμου, εκεί που τότε τέλειωνε η άσφαλτος, τέλειωνε κι ο δρόμος να πούμε με ακρίβεια, εκεί, από κάτω ή θάλασσα. Του Μπούκαρη.