Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



18.11.15

Indian ('s) Summer



Το καλοκαίρι της ενηλικίωσης στην Μεσογγή, ήταν αυτό που κοινότυπα θα λέγαμε ανέμελο.
Σχεδόν - έτσι όπως το βλέπω από απόσταση σήμερα - ψυχεδελικό.
Ο χρόνος ήταν μια έννοια που δεν προσπάθησε καμμιά μας να ερμηνεύσει, υπήρχε μόνο το αλάτι που ποτέ δεν ξεπλέναμε από πάνω μας, η Αλίκη κι εγώ.
Υπήχαν τα μακριά φορέματα από σχεδόν διάφανη γάζα, μεταχρονολογημένη χιπίλλα, μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες, μπλεγμένα κοτσίδες, ατέρμονες συζητήσεις με "τ' αγόρια" των οποίων το αντικείμενο μάταια πασχίζω να επαναφέρω στη μνήμη.
Ο Alfonso d' Amora εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά, μέσα σ' ένα ταλαιπωρημένο ρενώ κατρ ελ ή ρενωκατρελ ή Renault 4L, όπως προτιμάτε, του φίλου του Philippo, επ' ουδενί Pipo, ο οποίος ερωτεύθηκε την Αλίκη. Ο Alfonso, δεν νομίζω να ερωτεύθηκε εμένα, που τότε, έτσι κι αλλιώς ήμουν ερωτευμένη με τον Άρη - που δεν ήταν στο σκηνικό της Κέρκυρας καθότι είχε ξεμείνει στη Γλυφάδα - ήταν όμως όμορφος σαν τον Fabio Testi και ξεπεσμένος ιταλός αριστοκράτης, γιός μιας προ αμνημονεύτων φιλικής  οικογένειας, όπως τότε η γιαγιά θυμήθηκε με κάθε λεπτομέρεια κάτι που αδυνατώ να κάνω εγώ σήμερα, και άφραγκος ταξιδιώτης πεινασμένος μέχρι θανάτου!!
Έτσι ήταν τότε, ήσουν 17-18, άντε είκοσι, γιατί τώρα που το ξανασκέφτομαι αυτοί ήταν φοιτητές κι οδηγούσαν κι όλας, δεν οδηγείς νομίζω στα 17 σου, έπαιρνες το αυτοκίνητο και δυό κασέτες και το φέρι από την Ανκόνα που σε ξέβραζε στην Πόλη, άφραγκος, άπλυτος, κούκλος, κοιμόσουν στο κατρέλ, κι αν ήσουν και τυχερός έπεφτες πάνω στους φίλους των γονιών σου και σε αναλάμβαναν, κι έτσι χόρταινες ψαράκι και κεφτέδες, τέτοιους κεφτέδες σαν αυτούς που έκανε η γυναίκα του Σταμάτη του Παλληκύρα δεν νομίζω να έχω ξαναφάει ποτέ μου, λυπάμαι που το λέω και κυρίως λυπάμαι  για τα μαγειρικά μου skills που είναι φοβερά, αλλά δεν φτάνουν τους κεφτέδες που λέγαμε....
Μουσικά, τώρα που το φέρνω στο μυαλό μου και με όσα μέχρι σήμερα έχω ακούσει, είμαστε εντελώς Prog και εντελώς mainstream: τα άπαντα των Pink Floyd και, εντελώς ενστικτωδώς, King Crimson αλλά δεν μας διασώζει αυτό γιατί, όπως προείπα ήταν ενστικτωδώς κι όχι γιατί καταλαβαίναμε την μεγαλοφυΐα του Fripp, οι Stones υπήρχαν με το Angie σχεδόν αποκλειστικά και συγχώρεσέ μας γιατί, είμαστε 17 κι έπρεπε να ερωτευθούμε, έπρεπε να κολλήσουμε τα κορμιά μας την ώρα που χορεύαμε, να κλείσουμε τα μάτια και να χαϊδέψουμε τα μακριά μαλλιά, το λαιμό , να φιληθούμε, κι αυτά δεν τα κάνεις με το paint it black, αλλά με το Epitaph, 11λεπτο τρανς,  το wish you were here, τέλος πάντων, αυτοί είμαστε, τόσα ξέραμε και, κυρίως, στη Μεσσογή του εβδομήνταφεύγα, δεν μπορείς - ούτε καν τώρα- να έχεις τρελλές απαιτήσεις. Shine on you crazy diamond λοιπόν και ξερό ψωμί. Τα κορίτσια ποτέ δεν ξέρουν αρκετά. ποιός θα μιλήσει σ' ένα κορίτσι για τον Syd και τον Jim? πως να μπει στο μυαλό του, να χαθεί στις παραισθήσεις του, να φαντασιωθεί τις φαντασιώσεις του; πως ν' αφεθεί να καταστραφεί παρέα με Τον Θεό, να κατρακυλήσει σε μεθυσμένα όνειρα και σε νύχτες οργιαστικές-μπορεί; δε μπορεί. το μόνο που μπορεί είναι να περπατήσει ξυπόλυτη γυαλό γυαλό μέχρι του μπούκαρη μ' ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι, τον αλφόνσο, τον φιλίππο, την αλίκη, τον σπύρο και την αναμπέλλα, έτσι, χωρίς λόγο....

1.9.15

Jane D’aw

Η Jane Daw είναι ένα κορίτσι σχεδόν σαν όλα τα’ άλλα.
Ένα κορίτσι που είχε όνομα, είχε στιγμές που είχε ζήσει κι είχαν περάσει, είχε στιγμές που ζούσε την κάθε ώρα, την κάθε μέρα, είχε στιγμές που ήθελε να ζήσει στο αύριο, αν υπάρξει αύριο….
Η Jane Daw ήταν ένα κορίτσι σχεδόν σαν όλα τα’ άλλα.
Ένα κορίτσι που ζούσε ανάμεσά μας, στη μεγάλη, γκρίζα πόλη, περπατούσε στους ίδιους δρόμους με σένα, με μένα, αγάπησε, αγαπήθηκε….
Είχε όνειρα, μα κανείς, ποτέ, δεν την ρώτησε ποια ήταν τα όνειρά της…
Είχε γονείς, μα κανείς ποτέ δεν τη ρώτησε ποιοι είναι, αν ζουν ή έχουν πεθάνει…
'Είχε παιδιά, μα κανείς ποτέ δεν τη ρώτησε αν είναι αγόρια ή κορίτσια, αν είναι μικρά ή μεγάλα, αν έχουν κι αυτά τα δικά τους όνειρα..

Η Jane Daw πέρασε απ τη μεγάλη πόλη σαν ένα μοναχικό σύννεφο. Όταν θα φύγει, απλά, πολύ απλά, το σύννεφο θα εξαερωθεί, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ


28.8.15

I see a red door and I want to paint it black

No colours anymore I want them to turn black....

 "Ο Βασιλιάς" γράφει διακόσια χρόνια πριν ο Βίκτωρ Ουγκώ, "παραχωρεί στο λαό μόνο όσα ο Λαός  έχει ήδη κατακτήσει"
κι όσοι πιστέψατε  πως η πόρτα ήταν βαμμένη κόκκινη γελαστήκατε, πολύχρωμη ήταν και καλά θα κάνετε να μην ξεχνάτε πως η Επανάσταση παύει να είναι Επανάσταση όταν γίνει Εξουσία, αυτό δεν το είπε ο Ουγκώ αλλά το Αγόρι, κι αν πάλι πιστέψατε ότι αυτό που έγινε ήταν Επανάσταση, πάλι πλανάσθε πλάνην οικτράν, Επανάσταση γίνεται μόνο με Φωτιά και Τσεκούρι, αυτό το είπε ένας φίλος ή τουλάχιστον από αυτόν το άκουσε, βλέπετε έχει διάφορους φίλους που λένε διάφορα και έχει και μια μικρή κόκκινη ατζέντα γεμάτη σκονάκια, αυτό λοιπόν δεν ήταν Επανάσταση, ήταν έτσι, ένα μικρό κάτι τις για να ξεφύγουμε από το κατεστημένο βρε αδελφέ, να πούμε ένα όχι έτσι για να το πούμε, αλλά χωρίς να γδάρουμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι, και καλά το δαχτυλάκι ας το χάναμε, κανείς όμως δεν ήθελε να χάσει το αιφον του-κάτσε τώρα να δεις που θα φύγει η απλ από δω να δούμε ποιός θα σου κάνει σαπόρτ, την ταμπλέτα του παιδιού του - διότι βρες μου εσύ καλύτερη μπέιμπι σίτερ από την Πέπα την γουρουνίτσα,  ενόσω τα άλλα γουρούνια αγωνίζονται να κατακτήσουν το οργουελικό ιδανικό τους, να είναι πιό ίσα από τα άλλα γουρούνια, να πάρει, αδικία είναι κάθε τι κακό να το παρομοιάζουμε με κάποιο ζώο, κρίμα κι άδικο για τα ζωάκια, ίσως θα έπρεπε να το αντιστρέψουμε, σκέψου τώρα να θες να πεις ότι το χοιρινό παχαίνει και να λες ότι ο κύριος-τρέχουν-τα τριγκυκερίδια-απ'-τα-μάτια-του (aka μπένι) παχαίνει-αντί να λες η εποχή των δεινοσαύρων να λες η εποχή των μητσοτάκηδων, κι έτσι, αφού κύλησαν οι μήνες μέσα σε αυταπάτες, ελπίδες, ψέμματα, αφού ήρθες κι ένιωσες τόσο προδομένος, τώρα λέει πρέπει να πας να κάνεις αυτήν την τρελλή αμερικανιά, να ανανεώσεις τους όρκους σου, για ένα καλύτερο αύριο, μια καλύτερη Ελλάδα, το κακό δεν είναι που αυτοί τα λένε, είναι που οι περισσότεροι τα πιστεύουν, άσε, φωτιά και τσεκούρι σου λέω και, μέχρι να έρθει η ώρα να πιάσει το τσεκούρι, γιατί όσο και να θέλει να είναι μπροστάρισα όταν συμβεί αυτό πρέπει πρώτα να συμβεί, μέχρι τότε λοιπόν, πάει να χαϊδέψει το βασιλικό της, να τον ποτίσει,  να φουντώσει, για να φτιάξει ένα ακόμη υπέροχο πέστο πριν φύγει το καλοκαίρι....






28.7.15

Να βγαίνεις απ' το όνειρο

Κοιμήθηκα.
Ένα βράδυ καλοκαιριού, σε μια Αθήνα αλλόκοτη, ανήσυχη μαζί κι εφησυχασμένη, ήρεμη και οργισμένη,  ατρόμητη και φοβισμένη, κι εγώ, σε μια μικρή αυλή μιας μικρής γειτονιάς, έγειρα στη δροσιά της δικής μου όασης, αποκαμωμένη από την υπόκωφη βία και βούτηξα στην άβυσσο του ασυνείδητου.
Ξύπνησα.
Σ' ένα κόσμο αλλιώτικο, ένα κόσμο χτισμένο λες απ' την αρχή, γεμάτο από  μια παράξενη ενεργητικότητα. Λες και κάποιος είχε ποτίσει το σύμπαν με ένα άγνωστο διεγερτικό, παντού καινούργιες εικόνες, σχεδόν άγνωστες, να: ο κόσμος που δουλεύει για να παράξει. την τροφή του, τα ρούχα του, το αυτοκίνητό του, το τηλέφωνό του, το ψυγείο του, το χαρτί του, να παράσχει  υπηρεσίες, να υποδεχτεί και να φιλοξενήσει, να διδάξει και να μάθει.
Ξύπνησα.
Σ' έναν κόσμο φτωχικό μα αυτάρκη, απαλλαγμένο από κάθε τι περιττό, σ' ένα κόσμο αναθεωρητή του τι είναι απαραίτητο, του τι είναι πλούτος, του τι είναι χρήσιμο, του τι είναι όμορφο.

Τίποτα δεν ήταν νέο και τίποτα δεν ήταν παλιό, απλές ιδέες και πράξεις που είχαμε ξεχάσει κι ανασύρθηκαν στις μνήμες μας από το μέλλον που είδαμε να έρχεται χωρίς να το έχουμε επιδιώξει, γνώσεις που χαρίζαμε σε άλλους κι αποφασίσαμε πως τις θέλουμε δικές μας, απλή γραμματική, αντικαθιστώ το εγώ με το εμείς, με το εσύ, με το μαζί, με το ρήμα μπορώ σε όλους τους χρόνους, με όλες τις φωνές, ενεργητική, παθητική, μέση, τη δική σου, τη δική μου, παιδιά παντού, παιδιά που δεν ήξεραν τι θα πει ταμπλέτα μα ήξεραν να χαϊδεύουν το χώμα, να βλέπουν το νέο καρπό να σκάει την άνοιξη, παιδιά που είχαν διαβάσει τον δον κιχώτη και το δέντρο που μεγαλώνει στο μπρούκλιν, τους αδελφοφάδες και το ανατολικά της εδέμ, τη σταχτοπούtα και τον τελευταίο των μοϊκανών, παιδιά που πέρναγαν τα βράδια τους με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στα χέρια τότε, τον πρώτο καιρό που το ηλεκτρικό, εισαγόμενο ακόμα ήταν πανάκριβο τις λίγες ώρες που το είχες, γέροι, γέροι βασανισμένοι μα ήρεμοι, στα χέρια ποιών δεν έχει και τόση σημασία, των παιδιών τους αν μπορούσαν, των καρντούλα μου αν μπορούσαν τα παιδιά τους, του κράτους, που το κράτος μπορούσε, και ήθελε, ήρεμοι γιατί κανείς πιά δεν τους εξανάγκαζε σε εξόντωση απ τις στερήσεις, κι εμείς όλοι, εμείς, αυτοί που οι αγορές ονόμαζαν παραγωγική και χρήσιμη ηλικία και την διατηρούσαν στη ζωή με τεχνητή αναπνοή, ναι, είμαστε παραγωγικοί, ποτέ δεν είμαστε άλλως τε κάτι λιγότερο, είμαστε μαχητές, είμαστε κουρασμένοι, είμαστε βρώμικοι ενίοτε, αλλά, είμαστε Δικοί μας.

Ξύπνησα.
Στ' αλήθεια. Στο σήμερα.
Προδομένη. Γιατί αποφάσισαν κάποιοι για μένα πως δεν μπορώ.
Αλλά εγώ μπορούσα. Μπορούσα.




9.7.15

my passacaglia

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιό μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να 'χει καρδιά.
Μα πιό μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα την διαβάζουν τα παιδιά στα
σχολικά βιβλία, πλάϊ στα ονόματα των άστρων και τα
 καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάϊ σου.

Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυό νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.

Α! ναι, ξέχασα να σου πω πως τα στάχυα είναι χρυσά
κι απέραντα, γιατί σ' αγαπώ.

Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα
ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος
των ντουφεκισμένων.
Σ' όποιο μέρος της γης, σ' όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο..... εκεί θα σε περιμένω αγάπη μου!




το ποίημα είναι του Τάσου Λειβαδίτη
οι σταγόνες της δροσιάς πάνω στα φύλλα είναι απ' το δρόμο για τα Τρίκαλα Κορινθίας
οι στιγμές είναι δικές μου

6.7.15

Back to the "future"

Πέρασαν χρόνια από τότε που έδωσε το Bruxelloφερμένο μαντήλι της στην άγνωστη στο παγκάκι στα Εξάρχεια.
Τα μάτια δεν ξέβαψαν, τα δάκρυα ήταν πιά δάκρυα αλλιώτικα, ο κόσμος όλος ήταν αλλιώτικος.
Το κορίτσι στο παγκάκι έγειρε το κεφάλι κι αποκοιμήθηκε.
Τέσσερα χρόνια μετά, σαν ξύπνησε, ξύπνησε σ' ένα κόσμο αλλιώτικο.
Φταίνε τα όνειρα;
όνειρα γεμάτα ψυχεδέλεια, όνειρα γεμάτα χρώματα, όνειρα γεμάτα μπάσο, ντραμς, αρμόνικες, παλαμάκια
όνειρα γεμάτα αγόρια με μακριά μαλλιά και κορίτσια με τις ανάκατες μπούκλες τους να πέφτουν στα όμορφα μάτια τους
όνειρα  μεθυσμένα απ' το κρασί και τις μπύρες, βράδια κάτω απ' τ' αστέρια ή βράδια σε μια παλιομοδίτικη αυλή με βασιλικούς και δεντρολίβανα στο μουλέν ρουζ, καλιφόρνια ντρίμιν κι εγώ δεν ξέρω πόσους παραλλήλους ανατολικότερα.... ή μήπως δυτικότερα; ξερωγω; αν άραγε πάρεις τη γη ανάποδα το ανατολικότερα δεν μπορεί να ειναι και δυτικότερα, πάει τη χτύπησε το κρασί λιγάκι, την άκουσε κατα πως λέει ο crazy horse, o Richie Havens ψιθυρίζει freedom, freedom, ο κόσμος όλος έχει αλλάξει, μια φορά και κατ' εξαίρεσιν τα δύσκολα δεν έσπειραν διχόνοια, στα δύσκολα ο ένας είπε τον άλλον 'αδερφό' κι ας μας ειρωνεύονταν 'σύντροφους' προσπαθώντας να μας φορτώσουν τη δική τους ευθύνη, στα δύσκολα μοιράστηκες μαζί μου τα μακαρόνια σου, το γάλα του παιδιού σου, μοιράστηκα μαζί σου το ημερήσιο όριο ανάληψης στο ειτιεμ, την αναμονή στις ουρές, γελάσαμε μαζί με το σαστισμένο ύφος τους σαν έκλεισαν οι τράπεζες, τους φτύσαμε στα μούτρα την αγωνία τους "αν προλάβαμε να σηκώσουμε τα εξήνταευρώπούμάςαναλογούνγιάτήμέρα" γιατί εμείς έχουμε μάθει να περνάμε κι ένα μήνα με τα εξήντα ευρώ που μας περίσσευαν απ' το μισθό μας αφού βεβαίως μας είχαν παρακρατήσει το φόρο, ένα φόρο που με ένα μαγικό τρόπο εσύ, κλαμμένο λαμόγιο κατάφερνες πάντα να αποφεύγεις να πληρώνεις, κι ενώ θα μπορούσε να σου κουνήσει το δάχτυλο και να σου πει, πάρτα τώρα να δεις τη γλύκα, δεκάρα δε δίνει για σένα, της αρκεί που έχει τους φίλους της, τις φίλες της, το αγόρι της, τρία αγόρια είχε να δεις, έχασε το ένα, ξεστράτισε, δε της θυμίζει σε τίποτα το μικρό 'γούτο μέλε', κι όμως η απώλεια αυτή είχε ένα καλό, γιατί της έφερε πιό κοντά τη μικρή "Αστερίνα" , κι έχει λοιπόν το αγόρι της, Crazy Horse, Jeronimo, Eνζολωράς, τι σημασία έχει, αυτά κι άλλα τόσα δεν μπορούν να το περικλείσουν, κι έχει και το μικρό αγόρι 'χουίς μαζί, μόνοχ γιαγιά, μόνοχ'...και στα Fostex παρένθεση δεν ήταν τα φόστεξ που έκαναν τα μάτια της να λάμπουν χαζούλη, εσύ ήσουν, στα φόστεξ λοιπόν η Dutchess και ο Duke και το Reservoir Park είναι το σήμερα, ένα σήμερα που ξανάγινε σίξτις, και ξανάγινε σέβεντις γιατί μπορεί η μουσική να μην τελείωσε στα σέβεντις ήρθανε όμωςοι αγορές και τα fucked όλα γιατί είναι κυρία κι ελληνική λέξη είναι απείρως πιό καταστροφική για το image της, τα κάνανε που λες μαντάρα οι αγορές, ξεπουληθήκαμε στις τράπεζες, κι ενώ δεν έχει τίποτα με το μέλλον και την πρόοδο - κι ενώ δεν έχει τίποτα με το χρήμα, μια χαρά είναι τόσο.όσο. όσο να κάνει τη ζωή σου πιό όμορφη, νάχεις ναγοράζεις ένα βιβλίο, ένα δίσκο, δέκα δίσκους, τη Horch στην 1:43 μη τρελλαθούμε κι όλας, κι αυτήν την Tucker που δεν έχει βγάλει κανείς yet, και κορίτσι είναι κι όμορφα φορέματα θέλει αν και Το αγόρι μόνο στα μάτια θέλει να την κοιτάζει, τέλοσπάντων με την πρόοδο δεν έχουμε τίποτα, πρόοδος είναι και το cd, και το πισι αν δεν είχαμε πρόοδο αυτό εδώ το αλλοπαρμένο blog δεν θα υπήρχε, σιγά μην καθοταν να τα γράφει στο χέρι, λευκώματα, ημερολόγια στα χέρια μιας μικρής τσιρικάουα δεν κρατούσαν και πολύ, τα βαριόταν και ξέμπλεκε μαζί τους με συνοπτικές διαδικασίες, οι αγορές λοιπόν μας τσακίσανε, το σύστημα. κι έρχεται ο κάθε βλαμμένος και σου λέει δύο δρόμοι υπάρχουν: ο υπαρκτός θού Κύριε, το θου Κύριε δικό μου, και το να συμβιβαστείς με τις απαιτήσεις της αγοράς κι εδώ του λες αντε ρε στη δική μου ζωή υπάρχουν χρώματα, δεν υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, υπάρχουν λύσεις, υπάρχουν προσπάθειες, υπάρχουν χίλιοι τρόποι να συνυπάρξουν το αύριο με τον άνθρωπο, η πρόοδος με την ομάδα, η ύλη με το πνεύμα, αρκεί να θέλεις να τους βρεις, αρκεί να τολμήσεις να σηκώσεις το κεφάλι και να πεις δε θέλω, οι σειρήνες φίλτατε κατοικοεδρεύουν πλέον στη Μύκονο, εγώ λοιπόν δεν πάω Μύκονο-τελευταία φορά που πήγα ήταν κάπου στα '69 κι εκεί πάγωσα την εικόνα της, και δεν ακούω τις Σειρήνες, δεν ακούω ραδιόφωνο, πάνε χρόνια - τέσσερα για την ακρίβεια - που αποφάσισα ν' ακούω μόνο τη μουσική που επιλέγω εγώ, να βλέπω μόνο τις ταινίες που επιλέγω εγώ, να μοιράζομαι τη ζωή μου μόνο με τους ανθρώπους που επιλέγω εγώ και μη σου φανεί υπερφίαλο αυτό το μόνο εγώ, γιατί από ένα Υγιές εγώ μπορεί να ανθίσει το μεγαλύτερο Εμείς


5.7.15

Φτηνό άλλοθι

Φοβάσαι; Ναι. Φοβάμαι. Όπως πρέπει να φοβάται ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος.
Τρομάζεις; Όχι. Όχι. Δεν τρομάζω και δεν τους επιτρέπω να με τρομάξουν.

Δεν τους αφήνω να χρησιμοποιήσουν το μέλλον του παιδιού μου, των παιδιών σου, του μικρού μου Γαβριά σαν άλλοθι για να μας σπρώξουν ακόμη πιό βαθιά μέσα στο σκοτάδι.

Φτηνή δικαιολογία "το μέλλον των παιδιών μας" για να παίξουν τα παιχνίδια τους στις πλάτες μας.
Απειλούν πως θα 'ρθουν δύσκολες μέρες.
Κι εγώ σου λέω πως ναι. Δύσκολες. Και; Ο κόσμος από τη γέννηση του ζει δύσκολες μέρες.
Βρίσκεται να πολεμάει σε πολέμους που δεν αποφάσισε ο ίδιος.
Δίνει μάχες απ' τις οποίες δεν βγαίνει αλώβητος, πως το 'πε ο Βάρναλης, να σκοτώνοντ' οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ, πονάει, πεινάει, ματώνει, πεθαίνει.
Ο στρατιώτης δεν κερδίζει τη μάχη. Ούτε τον πόλεμο. Αυτόν, τον κερδίζουν οι μεγάλοι.
Ο στρατιώτης όμως, αν ζήσει, μπορεί να κερδίσει ένα πράγμα μόνο: το να μπορεί να πει στα παιδιά του 'έπραξα το σωστό".
Ποιός ορίζει το σωστό και το λάθος, ας ψάξει ο καθένας να το βρει στη συνείδησή του.
Ας ψάξει στα λεξικά να βρει τι σημαίνει η λέξη ήθος, η λέξη αξιοπρέπεια, η λέξη αγωνίζομαι, αγαπώ, μοιράζομαι, δίνω, πονάω.
Τι είναι καλό για το παιδί μου, θα ψάξω να το βρω με τον ίδιο τρόπο.
Ή μάλλον, το ξέρω. Ξέρω τι του χρειάζεται για "το καλό του" και το καλό του  δεν είναι i pad από τα τρία, κινητό από τα εφτά, δύο αυτοκίνητα, τηλεόραση 3D και τρεις ντουλάπες ρούχα.
Ας έχει μια αλάνα να παίζει, να ματώνει τα γόνατα, φίλους να εμπιστεύεται, καλούς δασκάλους στα σχολεία, και δασκάλους να του μαθαίνουν όσα δεν διδάσκουν τα σχολεία, ας έχει ΕΝΑ, ναι, ένα βιβλίο για πυξίδα του κι αυτό ας είναι οι Άθλιοι, όχι πετσοκομένοι, εκατό καλά τραγούδια κι εκατό καλές ταινίες, gosh, πλάκα πλάκα ας έχει και ηλεκτρικό να μπορεί να τα ακούει βέβαια, ας μάθει να αγγίζει το χώμα, κι αν χρειαστεί να το καλλιεργεί, κι αν θέλει αυτός να γίνει πυρηνικός επιστήμονας θα βρει τον τρόπο....
Κι εύχομαι, το δικό μου παιδί να μπορούσε να σκεφτεί έτσι για το δικό του παιδί, το μικρό μου Gavroche.... κι ας ξέρω ότι δεν θα το κάνει.



Το αύριο θα είναι ζοφερό σε κάθε περίπτωση. Εγώ πρέπει να αποφασίσω αν θέλω να είναι και διαρκείας, αν θέλω να χάσω κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να πέσω στα γόνατα ικετεύοντας ή αν θέλω να φτάσω στον πάτο, να χτυπήσω τα πόδια και να ξανανέβω, όπως τότε μπαμπά, που σου ξέφυγα απ' τη βάρκα κι ακόμη δεν ήξερα κολύμπι, κι όμως, κούνησα τα χέρια και ξαναβγήκα στην επιφάνεια, ναι, θα μου πεις, τότε τα νερά δεν ήταν και τόσο βαθιά και δεν θα χανόσουν εκαι; κολύμπησα τόσες φορές στα βαθιά από τότε, τόχω. Το 'χω σου λέω.

Ο Primo Levi, κι όσοι δεν κάηκαν στα κρεματόρια, ή δεν εκτελέστηκαν, επιβίωσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με μια φέτα ψωμί την ημέρα. Δεν πιστεύω να μας οδηγήσουν εκεί, στη μια φέτα ψωμί οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι, οι πως το λένε, συνεταίροι μας στην Ενωμένη Ευρώπη. Ίσως να είμαστε λίγο καλύτερα, ίσως όχι. Αλλά εμείς θα τα καταφέρουμε, την ώρα που αυτοί θα δείχνουν το όμορφο πρόσωπό τους. Κι αν αυτή είναι η Ευρώπη που ονειρεύεστε, ε, όχι, ευχαριστώ, δεθαπάρω. Έτσι, μια λέξη.όπως το όχι Μου.





8.5.15

Σ' ένα τραγούδι

όλα αυτά τ’ αξημέρωτα πρωινά
όλος αυτός ο πόνος, που ίσως δεν ήταν πόνος, ήταν ακριβώς στην ακμή, στο σημείο που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον αβάσταχτο πόνο από την ανείπωτη χαρά
όλη αυτή η μουσική που έκανε ολοκληρωτική κατάληψη στο μυαλό, στ’ αυτιά, στην ψυχή σου
όλα όσα σου έδωσε, όλα όσα σου έμαθε, σου χάρισε, σου έδειξε
...και μετά, 
όλη αυτή η πληρότητα
όλη αυτή η χαρά
όλη αυτή η λάμψη

όλα, μπορούν να συμπυκνωθούν σε μια στιγμή, σ’ ένα βλέμμα, σ’ ένα φευγαλέο χάδι, σ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού, σε μια πυρηνική έκρηξη, σ’ ένα τραγούδι: 
μόνο που μαζί του, θα είναι κάθε φορά και διαφορετικό….




27.4.15

Ενθύμιον Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004






Οι δύο αυτοί κουβάδες  - ένας κόκκινος στην άνοδο κι ένας μπλε στην κάθοδο, έτσι για να ξεχωρίζουν - μπορούν πλέον να καταγραφούν ως μόνιμη διακόσμηση στον - υπερσύγχρονο κατά τα άλλα - σταθμό μετρό "Δουκίσης Πλακεντίας". Κάποιος αρκετά τολμηρός και με κάπως ιδιόρρυθμο χιούμορ μπορεί να προτείνει ίσως και στον Philippe Stark να κατοχυρώσει το μοντέλο, ως μια νέα, εντελώς φουτουριστική πρόταση ντεκόρ εσωτερικού χώρου.

Ας τους ονομάσουμε κουβά 1 και κουβά 2.

Τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μόνον ο κουβάς 1, νομίζω ο μπλε.

Βεβαίως, επειδή το μετρό είναι ένα υπερσύγχρονο έργο, το οποίο κάποιοι θα επιχειρήσουν να καταγράψουν ως μια παρακαταθήκη (τους) για το μέλλον αλλά μάλλον είναι ακουσία υποθήκη (μας) των σπιτιών μας, του μέλλοντος των παιδιών μας, κάποιοι θα απορήσουν: Κουβάδες; Βεβαίως αγαπητοί.
Κουβάδες. Γιατί ο σταθμός στάζει. Στην πρώτη ψιχάλα, στον διάδρομο της φωτογραφίας, στον σταθμό της φωτογραφίας, αλλά και στις αποβάθρες, αυτού του σταθμού και σχεδόν κάθε άλλου σταθμού, τα ταβάνια στάζουν. Στάζουν σταθερά και χωρίς αιδώ.
Χωρίς να αναρωτηθεί κανείς τι πήγε στραβά, ποιά μελέτη δεν έγινε καλά, πως με τόσα λεφτά που στοίχισε "Το Έργο" στάζει όπως δεν στάζουν τα πλινθόχτιστα φτωχόσπιτα στο Περιστέρι, στο Πέραμα, στο Καματερό, στη Δραπετσώνα....
Χωρίς να αναρωτηθεί κανείς πόσο χρόνο θα πάρει να διαβρωθεί τόσο ώστε να καταρρεύσει κάποια στοά όχι ανθρακορυχείου αλλά ''χρυσορυχείου"
Χωρίς να απολογηθεί κανείς για τις ασύστολες σπατάλες του μεγάλου πανηγυριού που ήταν το μόνο για το οποίο μας έπεισαν ότι είμαστε άξιοι να αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι...
Αντιγράφω από τον πρόλογο του βιβλίου του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου "Μέρες του 2004":
...Ας θυμηθούμε τώρα που φαίνονται πιά ολοκάθαρα οι λεκέδες του λίπους και του αίματος πάνω στο "εθνικό όραμα" του 2004 ότι κατά το πολλαπλώς ολέθριο εκείνο έτος όλες - σχεδόν - οι δυνάμεις του πολιτικού συστήματος είχαν "πατριοτικότατα' υποκλιθεί στην πολυεθνική μαφία του πανοικονομισμού η οποία επένδυε (και εξακολουθεί να επενδύει εν μέσω των σημερινών ερειπίων) σε φαραωνικά 'ιδεώδη' και γιουροβιζιονικά  τσίρκουλα...
και λίγο πιό πάνω ..
...Επειδή η κοινωνία των ηλιθίων (ιδιωτών) κυριάρχισε πάνω στην κοινωνία των πολιτών, θα βιώσουμε εφεξής τη λογική της μέχρι τις έσχατες συνέπειές της, που είναι η αποκορύφωση της δημιουργικής καταστροφής.
πρόκειται για τη λογική της αέναης ανάπτυξης, του κέρδους ως αυτοσκοπού, του υπερανθρώπινου λαχανιασμένου ανταγωνισμού, του τζόγου σωμάτων και ψυχών, του αγκομαχητού για ένα μεγαλύτερο άλμα στο κενό όπου η ηλιθιότητα του ρεκόρ αγγίζει το ρεκόρ της ηλιθιότητας-της υπέρλαμπρης ντόπας, της ολυμπιακής φούσκας: citius, altius, fortius....

Φύγαν λοιπόν οι 'ξένοι'  με τον Φοίβο και την Αθηνά στα σακκίδιά τους,  souvenir-athens 2004 και μείναμε εμείς.
Με τους κουβάδες μας. Τον κουβά 1 και τον κουβά 2. Άντε, να τους εκατοστήσουμε!

19.4.15

Τελετουργικό


Σχεδόν σκοτάδι. Η μόνη λάμψη, απ' την οθόνη του υπολογιστή: αδύναμη. Γέρνεις το κεφάλι μπροστά, λίγο λοξά, τα μαλλιά σου μακριά, σχεδόν ατίθασα και σχεδόν μεταξένια, όπως καθε τι πάνω σου δεν έχει μόνο μια πλευρά, βάζεις το χέρι προστατευτικά μπροστά, δεν φυσάει, κλειστά είναι όλα, αντανακλαστική κίνηση του καπνιστή / τσακ-σπίθα-φλόγα-ρουφηξιά / ανάβεις, παίρνεις ηδονικά τον καπνό μέσα σου, ηδονικά και απόλυτα αφοσιωμένα όπως κάθε τι που κάνεις, και νωχελικά τον αφήνεις.
Κρατάω αυτή τη σκιά, το γερμένο κεφάλι σου, καλά ασφαλισμένο στη μνήμη μου.
Για τις δύσκολες ώρες, όταν γύρω μου "αυτοί" κάνουν πάρτι, όταν γύρω μου ο κόσμος άλλοτε μοιάζει να καίγεται, άλλοτε μοιάζει να καταρρέει, όταν νιώθω ότι πρέπει να υποκριθώ για να συνεχίσω να "ανήκω" σε μια αγέλη της οποίας δεν μπόρεσα και δεν θέλησα ποτέ να είμαι μέλος, αυτή η εικόνα είναι που με κρατάει γερά στα πόδια μου.
Το κεφάλι γερμένο μπροστά, τα δάχτυλα προστατευτικά γύρω απ' τη φλόγα, η λάμψη της οθόνης, η φωνή σου, τα χείλη σου που τρέμουν αδύναμα λες να κρατήσουν το λυγμό σαν ακούς τα λόγια του Καββαδία... "ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω; φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό, στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω, κι' ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό"...  δυνατός σα βράχος, Ο βράχος μου,  κι ευαίσθητος σαν την πιό σπάνια ορχιδέα, συνοδός μου εσύ, συνταξιδιώτισα σου εγώ στο ταξίδι μας προς τη μοναδική μας πατρίδα - γιατί ξένοι είμαστε οπουδήποτε αλλού - την Ουτοπία...



Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις από τον πόνο του αδερφού σου,

κι' απογυρνάς το βλέμμα από πληγές, που σε φωνάζουν
κι' εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι' αρχίζει το ασύμβατο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι' αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να 'ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά,
όπως η μερα γίνεται σκοτάδι,
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.

Αλίμονό σου όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό

κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους άδικους κι αρχινάς ν' ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες τα  ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες το βυθό της αηδίας
και λές, και λές, και λές...
Όταν πιά δεν σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματασ
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
και οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν να πουν: "Κατέστης ευτυχής, αλοίμονό σου".

Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,

γιατί όλοι αυτοί που πριν σε χάϊδευαν,
άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν.
τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.
Γιατί αυτοί, που απ' την αρχή καλά τους ήξερες,
τώρα περνούν τα σύνορα,
γιατί η λεηλασία σου άρχισε - και τώρα τι θα κάνεις, τι θα κάνεις,
τώρα, που πιά δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά, για να συρθείς και να συνάψεις
τη συμμαχία που σου ζητούν,
την τρομερή κι΄επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;*



*Λεηλασία, Βύρων Λεοντάρης




14.4.15

Devil is in the Details. Στην Αικατερίνη την Α' (πράξη πρώτη)

..Σχεδόν τελετουργικά. Πολύ λεπτά. Θα τα κόβεις όλα πολύ λεπτά. Σε χιλιοστά θα ήταν περίπου τρία επί τρία, το πολύ πέντε επί πέντε. Με το μάτι; περίπου το μισό από το μικρό νύχι ενός μωρού.
Μόνο έτσι. Έτσι το έκανε η δική της μαμά όπως το έμαθε στην Προύσα, έτσι το έμαθε στη δική της κόρη, και στο γιό της, γιατί όλοι βοηθούσαν σ' αυτή τη διαδικασία, κι' όταν μπήκα κι εγώ στην οικογένεια, το έδειξε και σε 'μένα. Και το κράτησα, το ένα από τα τρία πολύτιμα πράγματα που μου έμαθε, τήρησα τη διαδικασία απαράλλαχτη, σε πείσμα όσων μου έλεγαν "έλα τώρα που κάθεσαι και παιδεύεσαι με τις ώρες", γιατί αυτή η λεπτομέρεια, αυτό, το να κόψεις τη συκωταριά στη μαγειρίτσα σε μέγεθος απειροελάχιστο, ήταν αυτό που έκανε κάθε χρόνο τη δική μου μαγειρίτσα να είναι η καλύτερη, η πιό νόστιμη, ακόμη και γι αυτούς που λέγανε  'εμένα δεν μου άρεσε ποτέ η μαγειρίτσα'.
Devil is in the details, και στο δικό μου χέρι φυσικά, οφείλω να παινέψω κι εμένα, που πήρα το πολύ καλό και το εξύψωσα στην τελειότητα και η μετριοφροσύνη δεν ήταν ποτέ στις αρετές μου, όμως αυτό εδώ δεν ήθελα να το γράψω για μένα, αλλά για την Καίτη (την πρώτη Καίτη), για την οποία ίσως να μην ήμουν η ιδανική νύφη, πολύ ανεξάρτητη, πολύ στον κόσμο μου, πολύ στον δικό μας κόσμο, αλλά, χρόνια μετά, νιώθω ότι της το χρωστάω. Αυτό, One out of three....

10.4.15

Σε εισαγωγικά

Απόγευμα Μεγάλης Πέμπτης, κατηφορίζοντας την οδό Περικλέους στο κέντρο.
Στ' αριστερά μου, ένα (jesus) Nail Bar. Ξέρετε: αυτό που πάμε εμείς και φτιάχνουμε τα νύχια μας ή μάλλον μας φτιάχνουν τα νύχια, για να μπορούμε μετά να:
α) έχουμε μια καλή δικαιολογία να αποφύγουμε μια νύχτα/μέρα/ώρα πάθους - σιγά μη χαλάσουμε τα όμορφα νύχια μας γδέρνοντας την πλάτη σας..
β)  θέλουμε μια αλλοδαπή (και εννοείται παράνομη, από αυτές που κατά τα άλλα μας ενοχλεί "που ήρθαν στη χώρα μας κα μας πήραν τις δουλειές", και "αχ! πως έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα" και "δεν ακούς πιά Ελληνικά στο δρόμο") για να κάνει τα ταπεινά καθημερινά πλύσιμο σφουγγάρισμα μαγείρεμα...
γ) έχουμε θέμα συζήτησης με τις φίλες μας για το πόσο χρόνο μας πήρε να κάνουμε κάτι τόοσο πρωτότυπο... και λοιπά και λοιπά.
Σε αυτό λοιπόν το εκτροφείο ομορφιάς και ματαιοδοξίας, ξανθιά "κυρία", θέρτισάμθινγκ. Το ένα χέρι στο μπωλ. Το άλλο χέρι νωχελικά και επειδικτικά ακουμπισμένο μπροστά στην "κοπέλλα" (έτσι τις λένε, κοπέλλα, όχι κυρία, όχι η υπάλληλος, όχι με τ' όνομά της, απλά η "κοπέλλα") για να της περάσει το χρώμα που προτείνουν οι "ειδικοί" για την "άνοιξη-καλοκαίρι 2015". 
Και απέναντί της, η "κοπέλλα", ωσάν θαυματουργός με το ένα χέρι να προσπαθεί να κάνει τη δουλειά της και με το άλλο, να κρατά ευλαβικά το κινητό στο αυτί της "κυρίας" για να μπορεί η "κυρία" να μιλάει με την άνεσή της και χωρίς τον κίνδυνο να χαλάσει αυτό που με τόσο "κόπο" έστησε. Δέκα λεπτά. Έχασα δέκα λεπτά από τη ζωή μου, για να δω πόσο θα διαρκούσε αυτή η σκηνή και τα δέκα λεπτά δεν έφτασαν.
Κι ήθελα να μπω μέσα να της ψιθυρίσω στο αυτί, δεν είσα δούλα, δεν έχεις καμμιά υποχρέωση να το κάνεις, αν η κλώσσα φοβάται μη χαλάσει τα νύχια της ας μη μλήσει στο αιφον, και μετά σκέφτηκα ότι αυτό καθόλου δεν θα άρεσε στην μαντάμ παύλα τσατσα του σαλόν ντε μπωτέ παύλα ναιηλ μπαρ παυλα όλες οι χαζές χωράνε και ότι θα έβρισκε άλλη "κοπέλλα" πρόθυμη να κρατάει τα σμαρτφονς για να κουτσομπολεύουν άπασαι αι  κλώσσαι, και μη βρεθεί κανείς να μου πει καλά, εσύ, δεν έχεις φτιάξει ποτά τα νύχια σου σε μανικιουρίστα, ναιβεβαίως θα απαντήσω, ας είναι καλά η κυρία Μάρθα, Κυρία, και όχι κοπέλλα, μου τα φτιάχνει , και μετά, καταπατάω και το (α) γιατί ποτέ δεν ήμουν ανηδονική, και το (β) γιατί έχουμε και πιάτα να πλύνωμεν και εκπληκτική σπανακόπιττα για Το αγόρι να φτιάξωμεν και το (γ) γιατί με τις φίλες μου μπορούμε να μιλάμε και για χίλια άλλα πράγματα.... και στο κάτω κάτω η κυρία Μάρθα μπορεί να προσέξει το πόσο λεπτοδουλειά έχουν οι Ναπολεόντειες που φτιάχνεις με τόση αφοσίωση...
Ουφ!!!














7.4.15

Σιωπές...






Κοιτάζει μέσα απ' τις χαραμάδες στα κλεφτά, μέσα απ' τις ρωγμές του χρόνου που κύλισε....
Θέλει να κάνει ένα βήμα μπροστά, κοντοστέκεται. Ίσως και να  δειλιάζει...
Πέρασε τόσος καιρός στη σιωπή, μια σιωπή που μόνο σιωπή δεν ήταν....
Ήχοι παντού. Μουσικές, τραγούδια, εμβατήρια, φωνές: του διπλανού, του συγχωριανού, του αγανακτισμένου, του φοβισμένου, κι ύστερα δειλά δειλά του ανακουφισμένου.
Ψίθυροι. Λόγια αγάπης, ανάσες ηδονής, κραυγές που μετά βίας συγκρατήθηκαν. 
Η φωνή του μικρού Gavroche. Άτολμα, άτσαλα, μαγευτικά, μια φωνή που αποκαλύπτεται μόνο σε λίγους κι εκλεκτούς, ένα σαρκαστικό μωρουδίστικο γέλιο, Ντύο. Μόνοχ.
Χρώματα. Σαν να κοιτάζει μέσα από ένα καλειδοσκόπιο, χιλιάδες χρώματα, χιλιάδες αποχρώσεις, όχι χιλιάδες:όλες.
Σ' ένα κόσμο που τα τελευταία χρόνια έβλεπε μόνο αποχρώσεις του γκρίζου, αυτή, η Επονίνη του millennium, έτοιμη να σταθεί μπροστά του και να δεχτεί τη σφαίρα που προορίζεται γι' αυτόν, αυτή,  περιτριγυρίζεται από χρώματα...

Αμηχανία. Πέρασε τόσος καιρός... πρέπει να βρει την άκρη του κουβαριού και να το τυλίξει ανάποδα, να γυρίσει πίσω και ν' αρχίσει από 'κει που έμεινε...


The white ducks fly on past the sun

Their wings flash silver at the moon
While waters rush down the mountain tongue
My organs play a circus tune.
I dance to the wonder of your feet
And sing to the joy of your knees.

...Ο Γαβριάς, ο Ενζολωράς, ό ένας είναι αυτός που πρέπει να ξεφύγει, ο άλλος είναι αυτός που θα του απλώσει το χέρι, που θα του δείξει το δρόμο...


Κι αυτή.... αυτή ισορροπεί μέ το ένα πόδι στην ανάλγητη καθημερινότητα και το άλλο σ' ένα κόσμο που κουβαλούσε μέσα σ' ένα παλιό μαύρο μεταλλικό μαγικό κουτί, όχι, όχι κατάμαυρο, κοριτσάκι ήταν, είχε μικρά μικρά σχέδια από σμάλτο, και χωρούσε όλα όσα ήθελε κι όλα όσα χρειαζόταν. Όλα. Όσα.


Βούιζαν στ' αυτιά της τα λόγια του Σικελιανού: 

"Καλή η ελπίδα για όσους είναι ξαπλωμένοι
Καλό και τ' όνειρο για 'κείνους που κοιμούνται"...

Κι αποφάσισε πως πρέπει να βουτήξει.

Και βούτηξε.
Βαθιά μέσα στην κοιλιά του Λεβιάθαν, σχεδόν μόνη, σχεδόν πολυαγαπημένη, σχεδόν τρομαγμένη, σχεδόν ατρόμητη, σχεδόν κορίτσι, σχεδόν γυναίκα, ψέμματα λέω, το σχεδόν δεν παίζει γι αυτή, το λίγο δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο το όλα, το πολύ, το "μέχρι το τέλος".