Όλα αυτά
τα χρόνια πέρασαν πιστεύοντας πως η Νατασσία ήταν ένα κορίτσι, μια γυναίκα, μια
μαμά άχρωμη, άγευστη και άοσμη. Όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν πιστεύοντας πως σ’ όλες
τις αναμνήσεις της πρωταγωνιστούσε ο μπαμπάς, κάθε κορίτσι εξάλλου που σέβεται
τον εαυτό του είναι το κορίτσι του μπαμπά του, έτσι δε λένε; Κι η Νατασσία δεν
ήταν καθόλου εντυπωσιακή, καθόλου ζωηρή, καθόλου επιδεικτική, χώρια που δεν
είχε καταφέρει να μάθει γαλλικά κι ας είχε γαλλίδα νταντά σε μια οικογένεια που
όλοι ήταν με τα γαλλικά τους (αλλά χωρίς πιάνο), δεν ήξερε ξεκαρδιστικά αστεία
ούτε είχε βραβευθεί από την Διάπλασι των παίδων όπως η δική της μαμά, κι αν
είσαι κορίτσι αγοροκόριτσο και πύρκαυλος τοξότης όλα τα παραπάνω είναι αν όχι
αιτία πολέμου, αιτία αδιαφορίας σίγουρα.
Μέχρι
που ένα απόγευμα σ’ ένα καφέ της παρηγοριάς για κάποιον που έφυγε, έμαθες πως
αυτή, η βαρετή Νατάσσα που θυμόσουν, λίγο καιρό πριν εσύ ανοίξεις για πρώτη
φορά τα μάτια σου, ήταν η ψυχή της παρέας. Μιας παρέας στον Πειραιά του τέλους
των 50ς που κάθε βράδυ μαζευόταν σε κάποια από αυτές τις παλιές μονοκατοικίες
κι έκαναν πάρτι κι εκεί, η Νατάσσα, η δική σου Νατάσσα χόρευε ξέφρενα
ροκεντρόλλ, και όλοι – όσοι απέμειναν τουλάχιστον – θυμούνται πως χόρευε
καλύτερα απ’ όλους, και έκανε κι αυτή τη φανταστική φιγούρα που μετά από τη
στροφή περνάς κάτω από τα πόδια του παρτεναίρ σου παρακαλώ, ναι, αυτό που
δεκαεφτά χρόνια μετά προσπάθησες να κάνεις κι εσύ όταν είδες το grease
και το κατάφερες,
οκ, αλλά δεν είσαι εσύ το θέμα μας μικρό εγωκεντρικό ινδιανάκι, αλλά Αυτή,
χώρια που έμαθες ότι η ίδια Αυτή, η δική σου Νατάσσα, η δική σου μαμά, ήταν
– bold
and
underlined
- η ψυχή της παρέας, κι ήταν πάντα γελαστή και γεμάτη ζωή και φυσικά
πανέμορφη-καλά, αυτό δεν το αμφισβήτησε ποτέ κανείς-κι όταν το’ μαθες από τον
Δημήτρη τον Δρίτσα ήταν κάτι σαν epiphany και είδες τον κόσμο με άλλα
μάτια, είδες την Νατάσσα με άλλα μάτια, γιατί, αυτό που δεν είχες μπορέσει όλα
αυτά τα χρόνια να καταλάβεις ήταν πως η Νατάσσα δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα
κορίτσι που χόρευε ροκεντρολλ, δεν έπαψε ποτέ να έχει φωτιά μέσα της, είχε όμως
ένα πολύ σοβαρό ρόλο να φέρει εις πέρας, να είναι η μαμά σου, και η μαμά της Α.,
και η μαμά του Γ., και η σύζυγος του Μ. κι όλο αυτό το λούνα πάρκ που ήσουν εσύ
κι ο μπαμπάς σου έπρεπε να το κρατάει μέσα σε κάποια όρια, αλλιώς η φωτιά όλων μας,
αυτής περιλαμβανομένης θα θέριευε και θα μας έκαιγε, και καλά θα κάνεις να
καείς στις τύψεις σου και να την βάλεις στην θέση που της αξίζει, που της άξιζε
όλα αυτά τα χρόνια της δικής σου συναισθηματικής απέναντί της ανομβρίας γιατί τελικά
ήταν η τέλεια μαμά, όχι μόνο συγκρινόμενη με άλλες μαμάδες Θού Κύριε, αλλά η
καλύτερη μαμά γενικώς.