Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



8.6.21

Το νήμα....

 


Nothing ever begins. There is no first moment, no single word or place from which this or any other story springs. The thread can always be traced back to some earlier tale, and to the tales that preceded that…..”

Τρεις υφάντρες ύφαναν το υφάδι της ζωής της κι άλλες δύο βοήθησαν. Τρεις γυναίκες τόσο διαφορετικές η μια απ’ την άλλη, αλλά όλες, με το δικό της τρόπο η καθεμιά, μοναδικές. Τα μαγικά τους χέρια άγγιξαν το νήμα, το στριφογύρισαν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα όμορφα κρινοδάχτυλα ή ανά περίπτωση στα αργασμένα δάχτυλά τους, τύλιξαν, ξετύλιξαν, το κουβάρι άλλαξε χρώματα, περισσότερα χρώματα σίγουρα απ’ το ουράνιο τόξο, άλλοτε παστέλ, άλλοτε ασημιά σα το νιό φεγγάρι, άλλοτε φανταχτερά σα το καλοκαίρι ή σκούρα σαν τον αγριεμένο χειμωνιάτικο ουρανό αλλά ποτέ, μα ποτέ σου ορκίζομαι δεν ήταν μουντά…

Η Καλλιόπη, η Αλίκη, η Νατάσσα. Η μια μικροκαμωμένη, τοσοδούλα σχεδόν, αεικίνητη, λατρευτική, μεγάλωσε τρεις γιούς κι ας μην την έπιανε το μάτι σου. Μισή Σαλονικιά και μισή Φραγκοσυριανή, κράτησε τη μαγειρική παράδοση των προγόνων της και τα τραπέζια της ήταν ξακουστά-όσο ξακουστή ήταν κι αγάπη της για τον άντρα της-κι αντίστροφα, μέχρι τι τέλος.

Η άλλη, πανέμορφη κι αυτή, αλλά δεν ήταν αυτό που την έκανε ξεχωριστή, ήταν η αδάμαστη δίψα της για τη ζωή, οι ανησυχίες της, το όνειρό της να γίνει γιατρός ερευνήτρια σε μια εποχή που οι γυναίκες μετά βίας τέλειωναν το δημοτικό, ήταν η δύναμή της, να παίρνει τη ζωή τους στα χέρια της κι εκεί που νομίζεις πως χάθηκαν όλα αυτή να τα ξαναφτιάχνει – αυτά κι άλλα τόσα – απ’ το μηδέν, ήταν το χαμόγελό της, το χάδι της, ο τρόπος που σου σταύρωνε το μαξιλάρι κάθε βράδυ-«καληνύχτα, όνειρα γλυκά, η παναγιά κοντά σου δε θα δεις άσχημα όνειρα», ήταν η αγάπη της για τον άντρα της κι αντίστροφα, μέχρι το τέλος.

Η τρίτη, τελευταία μόνο χρονικά, ήταν αλλουνού παπά ευαγγέλιο: όμορφη σα τη μάννα της ήταν, αλλά εκεί σταματούσε κάθε ομοιότητα. Ο δικός της κόσμος ήταν καλά κρυμμένος, η δύναμή της ήταν εσωτερική, τα όνειρά της δεν τα εκμυστηρεύθηκε ποτέ σε κανένα. Υποψιάζομαι γιατί δεν υπήρξαν απραγματοποίητα όνειρα… αγαπήθηκε πολύ, αγάπησε πολύ, κι έτσι όπως την βλέπω τώρα από απόσταση, δε νομίζω να ήθελε κάτι άλλο. Αυτό που λέμε προκομμένη γυναίκα, ηχεί στις μέρες μας ίσως παλιομοδίτικο, ίσως «λίγο» τώρα που όλες οι γυναίκες αρέσκονται στην αναρρίχηση, όμως, πίστεψέ με, δεν είναι καθόλου λίγο να είσαι υπέροχη σύντροφος, στοργική μαμά, αγαπημένη νύφη, να έχεις υπάρξει μικρή η ψυχή της παρέας, να έχεις στη συνέχεια μεγαλόψυχα παραχωρήσει αυτό το ρόλο και να μένεις απλά να φροντίζεις, γιατί το να φροντίζεις είναι η δυσκολότερη τέχνη μετά το να αγαπάς κι αυτή τα έκανε και τα δύο τέλεια.

Κι έτσι όπως έπλεκαν και στριφογύριζαν το νήμα αυτό της ζωής σου, γύρω τους γύρναγαν και βοηθούσαν, κι έπαιρναν μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι άλλες δύο γυναίκες, από διαφορετική γραμμή αίματος, των οποίων η παρουσία χωρίς να είναι καθημερινή, σου έμεινε αξέχαστη. Η Αμαλίτσα ήρθε στα χτήματα της οικογένειας της Αλίκης σαν εργάτρια για τις ελιές. Ο μεγάλος γιός του γαιοκτήμονος την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε, αλλά οι τρεις από τις τέσσερεις αδελφές του που δεν μπορούσαν να δεχτούν μια λιομαζώχτρα για νύφη τους πέταγαν στο πηγάδι της Κούρτης τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα για να την κατηγορήσουν για κλοπή. Μόνο η Αλίκη δεν έπαιξε αυτό το «παιχνίδι» κι Αμαλία δεν το ξέχασε ποτέ. Ότι ήταν της Αλίκης, κατά συνέπεια κι εσύ, ήταν αντικείμενο αγάπης και λατρείας. Η Αμαλία, έμεινε στην Κούρτη μέχρι τα βαθιά της γεράματα κι ήταν από τους πιο αγνούς ανθρώπους που θα γνώριζες ποτέ.

Και μετά, ήταν η Χριστίνα. Χωριατοπούλα απ’ τα Μπραγανιώτικα, που νομίζεις ότι σε όλη της τη ζωή θα ήταν ακριβώς η ίδια, φαντάζεσαι πως δεν ήταν ποτέ παιδί, ούτε ποτέ γριά, πως τότε που μεγάλωνε τον σαν τροφός τον παππού σου ήταν ίδια κι απαράλλακτη όπως τα καλοκαίρια που υποδεχόταν εσένα στο σπίτι της θείας Έλλης πάνω απ’ το Λιστόν, με την παραδοσιακή φορεσιά της Κέρκυρας και την μαντήλα στο κεφάλι, μ’ αυτό το μεγάλο στήθος, που θαρρείς και μάλλον δεν πέφτεις έξω πως μεγάλωσε κι έθρεψε όχι μόνο τον παππού σου αλλά και όλο το επόμενο σόϊ, που σ’ έκλεινε πάνω του και μέσα στην αγκαλιά της ασφυκτικά, και σε φίλαγε μ’ ένα φιλί. Σφυριχτό; Ρουφηχτό; δεν έχεις ξανακούσει τέτοιο φιλί ποτέ στη ζωή σου, η Χριστίνα ήρθε απ’ τον προ-προηγούμενο αιώνα και διέτρεξε όλον τον προηγούμενο, αλλά βαθειά μέσα σου ξέρεις πως μάλλον είναι αιώνια και τέλος πάντων, αυτό το υφάδι της ζωής σου το ύφαναν αυτές οι τρεις και δύο γυναίκες (όχι μόνο, αλλά για τους άντρες θα σου πω άλλη στιγμή), ένας ανεμοστρόβιλος χαράς και αγάπης, ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων, εικόνων, ερεθισμάτων, όλα αυτά και δέκα φορές τόσα που δεν υπάρχουν λέξεις να τα περιγράψουν, έπρεπε όμως με κάποιο τρόπο να ειπωθούν, όλα αυτά που είσαι εσύ σήμερα και που μόνο ένας άνθρωπος κατάφερε να δει-και να σου πω κάτι; Δεν χρειαζόσουν και παραπάνω….