Αγγίζω, γεύομαι, δύο αισθήσεις μαζί, δεν ξέρεις ποια προηγήθηκε, μάλλον το άγγιγμα, τότε που ο μπαμπάς σου σου έδειξε πώς να κλείνεις τις χούφτες σου, ήσουν δεν ήσουν 4 χρονών εκεί στα "βραχάκια της θείας της Κάκιας" και στη σκιά του ευκάλυπτου, να κλείνεις τις χούφτες σου για να παγιδεύεις τα παρεπιδημούντα γαριδάκια, και μετά, σχεδόν τελετουργικά να τα βάζεις ολόκληρα (ήταν δεν ήταν δυο εκατοστά, τρία το πολύ έτσι κι αλλιώς) και φυσικά ζωντανά στο στόμα σου ανασηκώνοντας το κατσαρομάλικο κεφαλάκι σου στον ήλιο και μισοκλείνοντας τα μάτια από την ηδονή της γεύσης του αλατιού-καταλήξαμε λοιπόν: η γεύση ακολούθησε.
Από τότε χάϊδεψες, άγγιξες, ψηλάφησες. Πρόσωπα, μεταξένιες μπούκλες, μεταξένια ρούχα, απαλά κορμιά, άφησες να κυλήσει ανάμεσα στα χέρια σου η άμμος της θάλασσας και το χώμα της γης και δανείστηκες μ’ ευγνωμοσύνη βρύα απ τα γέρικα δέντρα για το νεραϊδόσπιτό σου.
Από τότε γεύτηκες, δοκίμασες. Φίλησες, έγλυψες με τη γλώσσα σου το αλάτι όπως στέγνωνε στο δικό σου κορμί ή στο κορμί ενός άλλου, δάγκωσες απαγορευμένους καρπούς κι άφησες τους χυμούς τους να τρέξουν, να βάψουν τα χείλη σου, να κυλήσουν στο λαιμό σου γεμίζοντάς σε γλυκειά ηδονή κι ας ήξερες βαθειά μέσα σου πως αν λερωθείς θα υπάρξει τιμωρία, αλλά δε σ’ ένοιαξε γιατί ήταν τόσο γλυκό, τόσο όμορφο, τόσο απαγορευμένο….
Κρατάς για το τέλος το πιο όμορφο, γιατί τα πιο όμορφα πάντα έρχονται λίγο πιο πριν απ’ το τέλος…. Ν’ αφήνεις τα δάχτυλά σου να ταξιδεύουν στο πιο απαλό δέρμα του κόσμου-δικό σου πιά, όχι απαγορευμένο. Και να δαγκώνεις το πατουσάκι του Α – «είναι στραβά τα δάχτυλα του ποδιού μου γιαγιά» - έτσι ακριβώς όπως εικοσιπέντε χρόνια πριν δάγκωνες του Μ.
Εντάξει, δε νομίζω ότι πρέπει να έχεις παράπονο…..