Η φύση αυτής της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και στην καθημερινότητα, η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Junichiro Tanizaki



28.7.15

Να βγαίνεις απ' το όνειρο

Κοιμήθηκα.
Ένα βράδυ καλοκαιριού, σε μια Αθήνα αλλόκοτη, ανήσυχη μαζί κι εφησυχασμένη, ήρεμη και οργισμένη,  ατρόμητη και φοβισμένη, κι εγώ, σε μια μικρή αυλή μιας μικρής γειτονιάς, έγειρα στη δροσιά της δικής μου όασης, αποκαμωμένη από την υπόκωφη βία και βούτηξα στην άβυσσο του ασυνείδητου.
Ξύπνησα.
Σ' ένα κόσμο αλλιώτικο, ένα κόσμο χτισμένο λες απ' την αρχή, γεμάτο από  μια παράξενη ενεργητικότητα. Λες και κάποιος είχε ποτίσει το σύμπαν με ένα άγνωστο διεγερτικό, παντού καινούργιες εικόνες, σχεδόν άγνωστες, να: ο κόσμος που δουλεύει για να παράξει. την τροφή του, τα ρούχα του, το αυτοκίνητό του, το τηλέφωνό του, το ψυγείο του, το χαρτί του, να παράσχει  υπηρεσίες, να υποδεχτεί και να φιλοξενήσει, να διδάξει και να μάθει.
Ξύπνησα.
Σ' έναν κόσμο φτωχικό μα αυτάρκη, απαλλαγμένο από κάθε τι περιττό, σ' ένα κόσμο αναθεωρητή του τι είναι απαραίτητο, του τι είναι πλούτος, του τι είναι χρήσιμο, του τι είναι όμορφο.

Τίποτα δεν ήταν νέο και τίποτα δεν ήταν παλιό, απλές ιδέες και πράξεις που είχαμε ξεχάσει κι ανασύρθηκαν στις μνήμες μας από το μέλλον που είδαμε να έρχεται χωρίς να το έχουμε επιδιώξει, γνώσεις που χαρίζαμε σε άλλους κι αποφασίσαμε πως τις θέλουμε δικές μας, απλή γραμματική, αντικαθιστώ το εγώ με το εμείς, με το εσύ, με το μαζί, με το ρήμα μπορώ σε όλους τους χρόνους, με όλες τις φωνές, ενεργητική, παθητική, μέση, τη δική σου, τη δική μου, παιδιά παντού, παιδιά που δεν ήξεραν τι θα πει ταμπλέτα μα ήξεραν να χαϊδεύουν το χώμα, να βλέπουν το νέο καρπό να σκάει την άνοιξη, παιδιά που είχαν διαβάσει τον δον κιχώτη και το δέντρο που μεγαλώνει στο μπρούκλιν, τους αδελφοφάδες και το ανατολικά της εδέμ, τη σταχτοπούtα και τον τελευταίο των μοϊκανών, παιδιά που πέρναγαν τα βράδια τους με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στα χέρια τότε, τον πρώτο καιρό που το ηλεκτρικό, εισαγόμενο ακόμα ήταν πανάκριβο τις λίγες ώρες που το είχες, γέροι, γέροι βασανισμένοι μα ήρεμοι, στα χέρια ποιών δεν έχει και τόση σημασία, των παιδιών τους αν μπορούσαν, των καρντούλα μου αν μπορούσαν τα παιδιά τους, του κράτους, που το κράτος μπορούσε, και ήθελε, ήρεμοι γιατί κανείς πιά δεν τους εξανάγκαζε σε εξόντωση απ τις στερήσεις, κι εμείς όλοι, εμείς, αυτοί που οι αγορές ονόμαζαν παραγωγική και χρήσιμη ηλικία και την διατηρούσαν στη ζωή με τεχνητή αναπνοή, ναι, είμαστε παραγωγικοί, ποτέ δεν είμαστε άλλως τε κάτι λιγότερο, είμαστε μαχητές, είμαστε κουρασμένοι, είμαστε βρώμικοι ενίοτε, αλλά, είμαστε Δικοί μας.

Ξύπνησα.
Στ' αλήθεια. Στο σήμερα.
Προδομένη. Γιατί αποφάσισαν κάποιοι για μένα πως δεν μπορώ.
Αλλά εγώ μπορούσα. Μπορούσα.




9.7.15

my passacaglia

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιό μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να 'χει καρδιά.
Μα πιό μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα την διαβάζουν τα παιδιά στα
σχολικά βιβλία, πλάϊ στα ονόματα των άστρων και τα
 καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάϊ σου.

Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυό νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.

Α! ναι, ξέχασα να σου πω πως τα στάχυα είναι χρυσά
κι απέραντα, γιατί σ' αγαπώ.

Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα
ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος
των ντουφεκισμένων.
Σ' όποιο μέρος της γης, σ' όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο..... εκεί θα σε περιμένω αγάπη μου!




το ποίημα είναι του Τάσου Λειβαδίτη
οι σταγόνες της δροσιάς πάνω στα φύλλα είναι απ' το δρόμο για τα Τρίκαλα Κορινθίας
οι στιγμές είναι δικές μου

6.7.15

Back to the "future"

Πέρασαν χρόνια από τότε που έδωσε το Bruxelloφερμένο μαντήλι της στην άγνωστη στο παγκάκι στα Εξάρχεια.
Τα μάτια δεν ξέβαψαν, τα δάκρυα ήταν πιά δάκρυα αλλιώτικα, ο κόσμος όλος ήταν αλλιώτικος.
Το κορίτσι στο παγκάκι έγειρε το κεφάλι κι αποκοιμήθηκε.
Τέσσερα χρόνια μετά, σαν ξύπνησε, ξύπνησε σ' ένα κόσμο αλλιώτικο.
Φταίνε τα όνειρα;
όνειρα γεμάτα ψυχεδέλεια, όνειρα γεμάτα χρώματα, όνειρα γεμάτα μπάσο, ντραμς, αρμόνικες, παλαμάκια
όνειρα γεμάτα αγόρια με μακριά μαλλιά και κορίτσια με τις ανάκατες μπούκλες τους να πέφτουν στα όμορφα μάτια τους
όνειρα  μεθυσμένα απ' το κρασί και τις μπύρες, βράδια κάτω απ' τ' αστέρια ή βράδια σε μια παλιομοδίτικη αυλή με βασιλικούς και δεντρολίβανα στο μουλέν ρουζ, καλιφόρνια ντρίμιν κι εγώ δεν ξέρω πόσους παραλλήλους ανατολικότερα.... ή μήπως δυτικότερα; ξερωγω; αν άραγε πάρεις τη γη ανάποδα το ανατολικότερα δεν μπορεί να ειναι και δυτικότερα, πάει τη χτύπησε το κρασί λιγάκι, την άκουσε κατα πως λέει ο crazy horse, o Richie Havens ψιθυρίζει freedom, freedom, ο κόσμος όλος έχει αλλάξει, μια φορά και κατ' εξαίρεσιν τα δύσκολα δεν έσπειραν διχόνοια, στα δύσκολα ο ένας είπε τον άλλον 'αδερφό' κι ας μας ειρωνεύονταν 'σύντροφους' προσπαθώντας να μας φορτώσουν τη δική τους ευθύνη, στα δύσκολα μοιράστηκες μαζί μου τα μακαρόνια σου, το γάλα του παιδιού σου, μοιράστηκα μαζί σου το ημερήσιο όριο ανάληψης στο ειτιεμ, την αναμονή στις ουρές, γελάσαμε μαζί με το σαστισμένο ύφος τους σαν έκλεισαν οι τράπεζες, τους φτύσαμε στα μούτρα την αγωνία τους "αν προλάβαμε να σηκώσουμε τα εξήνταευρώπούμάςαναλογούνγιάτήμέρα" γιατί εμείς έχουμε μάθει να περνάμε κι ένα μήνα με τα εξήντα ευρώ που μας περίσσευαν απ' το μισθό μας αφού βεβαίως μας είχαν παρακρατήσει το φόρο, ένα φόρο που με ένα μαγικό τρόπο εσύ, κλαμμένο λαμόγιο κατάφερνες πάντα να αποφεύγεις να πληρώνεις, κι ενώ θα μπορούσε να σου κουνήσει το δάχτυλο και να σου πει, πάρτα τώρα να δεις τη γλύκα, δεκάρα δε δίνει για σένα, της αρκεί που έχει τους φίλους της, τις φίλες της, το αγόρι της, τρία αγόρια είχε να δεις, έχασε το ένα, ξεστράτισε, δε της θυμίζει σε τίποτα το μικρό 'γούτο μέλε', κι όμως η απώλεια αυτή είχε ένα καλό, γιατί της έφερε πιό κοντά τη μικρή "Αστερίνα" , κι έχει λοιπόν το αγόρι της, Crazy Horse, Jeronimo, Eνζολωράς, τι σημασία έχει, αυτά κι άλλα τόσα δεν μπορούν να το περικλείσουν, κι έχει και το μικρό αγόρι 'χουίς μαζί, μόνοχ γιαγιά, μόνοχ'...και στα Fostex παρένθεση δεν ήταν τα φόστεξ που έκαναν τα μάτια της να λάμπουν χαζούλη, εσύ ήσουν, στα φόστεξ λοιπόν η Dutchess και ο Duke και το Reservoir Park είναι το σήμερα, ένα σήμερα που ξανάγινε σίξτις, και ξανάγινε σέβεντις γιατί μπορεί η μουσική να μην τελείωσε στα σέβεντις ήρθανε όμωςοι αγορές και τα fucked όλα γιατί είναι κυρία κι ελληνική λέξη είναι απείρως πιό καταστροφική για το image της, τα κάνανε που λες μαντάρα οι αγορές, ξεπουληθήκαμε στις τράπεζες, κι ενώ δεν έχει τίποτα με το μέλλον και την πρόοδο - κι ενώ δεν έχει τίποτα με το χρήμα, μια χαρά είναι τόσο.όσο. όσο να κάνει τη ζωή σου πιό όμορφη, νάχεις ναγοράζεις ένα βιβλίο, ένα δίσκο, δέκα δίσκους, τη Horch στην 1:43 μη τρελλαθούμε κι όλας, κι αυτήν την Tucker που δεν έχει βγάλει κανείς yet, και κορίτσι είναι κι όμορφα φορέματα θέλει αν και Το αγόρι μόνο στα μάτια θέλει να την κοιτάζει, τέλοσπάντων με την πρόοδο δεν έχουμε τίποτα, πρόοδος είναι και το cd, και το πισι αν δεν είχαμε πρόοδο αυτό εδώ το αλλοπαρμένο blog δεν θα υπήρχε, σιγά μην καθοταν να τα γράφει στο χέρι, λευκώματα, ημερολόγια στα χέρια μιας μικρής τσιρικάουα δεν κρατούσαν και πολύ, τα βαριόταν και ξέμπλεκε μαζί τους με συνοπτικές διαδικασίες, οι αγορές λοιπόν μας τσακίσανε, το σύστημα. κι έρχεται ο κάθε βλαμμένος και σου λέει δύο δρόμοι υπάρχουν: ο υπαρκτός θού Κύριε, το θου Κύριε δικό μου, και το να συμβιβαστείς με τις απαιτήσεις της αγοράς κι εδώ του λες αντε ρε στη δική μου ζωή υπάρχουν χρώματα, δεν υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, υπάρχουν λύσεις, υπάρχουν προσπάθειες, υπάρχουν χίλιοι τρόποι να συνυπάρξουν το αύριο με τον άνθρωπο, η πρόοδος με την ομάδα, η ύλη με το πνεύμα, αρκεί να θέλεις να τους βρεις, αρκεί να τολμήσεις να σηκώσεις το κεφάλι και να πεις δε θέλω, οι σειρήνες φίλτατε κατοικοεδρεύουν πλέον στη Μύκονο, εγώ λοιπόν δεν πάω Μύκονο-τελευταία φορά που πήγα ήταν κάπου στα '69 κι εκεί πάγωσα την εικόνα της, και δεν ακούω τις Σειρήνες, δεν ακούω ραδιόφωνο, πάνε χρόνια - τέσσερα για την ακρίβεια - που αποφάσισα ν' ακούω μόνο τη μουσική που επιλέγω εγώ, να βλέπω μόνο τις ταινίες που επιλέγω εγώ, να μοιράζομαι τη ζωή μου μόνο με τους ανθρώπους που επιλέγω εγώ και μη σου φανεί υπερφίαλο αυτό το μόνο εγώ, γιατί από ένα Υγιές εγώ μπορεί να ανθίσει το μεγαλύτερο Εμείς


5.7.15

Φτηνό άλλοθι

Φοβάσαι; Ναι. Φοβάμαι. Όπως πρέπει να φοβάται ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος.
Τρομάζεις; Όχι. Όχι. Δεν τρομάζω και δεν τους επιτρέπω να με τρομάξουν.

Δεν τους αφήνω να χρησιμοποιήσουν το μέλλον του παιδιού μου, των παιδιών σου, του μικρού μου Γαβριά σαν άλλοθι για να μας σπρώξουν ακόμη πιό βαθιά μέσα στο σκοτάδι.

Φτηνή δικαιολογία "το μέλλον των παιδιών μας" για να παίξουν τα παιχνίδια τους στις πλάτες μας.
Απειλούν πως θα 'ρθουν δύσκολες μέρες.
Κι εγώ σου λέω πως ναι. Δύσκολες. Και; Ο κόσμος από τη γέννηση του ζει δύσκολες μέρες.
Βρίσκεται να πολεμάει σε πολέμους που δεν αποφάσισε ο ίδιος.
Δίνει μάχες απ' τις οποίες δεν βγαίνει αλώβητος, πως το 'πε ο Βάρναλης, να σκοτώνοντ' οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ, πονάει, πεινάει, ματώνει, πεθαίνει.
Ο στρατιώτης δεν κερδίζει τη μάχη. Ούτε τον πόλεμο. Αυτόν, τον κερδίζουν οι μεγάλοι.
Ο στρατιώτης όμως, αν ζήσει, μπορεί να κερδίσει ένα πράγμα μόνο: το να μπορεί να πει στα παιδιά του 'έπραξα το σωστό".
Ποιός ορίζει το σωστό και το λάθος, ας ψάξει ο καθένας να το βρει στη συνείδησή του.
Ας ψάξει στα λεξικά να βρει τι σημαίνει η λέξη ήθος, η λέξη αξιοπρέπεια, η λέξη αγωνίζομαι, αγαπώ, μοιράζομαι, δίνω, πονάω.
Τι είναι καλό για το παιδί μου, θα ψάξω να το βρω με τον ίδιο τρόπο.
Ή μάλλον, το ξέρω. Ξέρω τι του χρειάζεται για "το καλό του" και το καλό του  δεν είναι i pad από τα τρία, κινητό από τα εφτά, δύο αυτοκίνητα, τηλεόραση 3D και τρεις ντουλάπες ρούχα.
Ας έχει μια αλάνα να παίζει, να ματώνει τα γόνατα, φίλους να εμπιστεύεται, καλούς δασκάλους στα σχολεία, και δασκάλους να του μαθαίνουν όσα δεν διδάσκουν τα σχολεία, ας έχει ΕΝΑ, ναι, ένα βιβλίο για πυξίδα του κι αυτό ας είναι οι Άθλιοι, όχι πετσοκομένοι, εκατό καλά τραγούδια κι εκατό καλές ταινίες, gosh, πλάκα πλάκα ας έχει και ηλεκτρικό να μπορεί να τα ακούει βέβαια, ας μάθει να αγγίζει το χώμα, κι αν χρειαστεί να το καλλιεργεί, κι αν θέλει αυτός να γίνει πυρηνικός επιστήμονας θα βρει τον τρόπο....
Κι εύχομαι, το δικό μου παιδί να μπορούσε να σκεφτεί έτσι για το δικό του παιδί, το μικρό μου Gavroche.... κι ας ξέρω ότι δεν θα το κάνει.



Το αύριο θα είναι ζοφερό σε κάθε περίπτωση. Εγώ πρέπει να αποφασίσω αν θέλω να είναι και διαρκείας, αν θέλω να χάσω κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να πέσω στα γόνατα ικετεύοντας ή αν θέλω να φτάσω στον πάτο, να χτυπήσω τα πόδια και να ξανανέβω, όπως τότε μπαμπά, που σου ξέφυγα απ' τη βάρκα κι ακόμη δεν ήξερα κολύμπι, κι όμως, κούνησα τα χέρια και ξαναβγήκα στην επιφάνεια, ναι, θα μου πεις, τότε τα νερά δεν ήταν και τόσο βαθιά και δεν θα χανόσουν εκαι; κολύμπησα τόσες φορές στα βαθιά από τότε, τόχω. Το 'χω σου λέω.

Ο Primo Levi, κι όσοι δεν κάηκαν στα κρεματόρια, ή δεν εκτελέστηκαν, επιβίωσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με μια φέτα ψωμί την ημέρα. Δεν πιστεύω να μας οδηγήσουν εκεί, στη μια φέτα ψωμί οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι, οι πως το λένε, συνεταίροι μας στην Ενωμένη Ευρώπη. Ίσως να είμαστε λίγο καλύτερα, ίσως όχι. Αλλά εμείς θα τα καταφέρουμε, την ώρα που αυτοί θα δείχνουν το όμορφο πρόσωπό τους. Κι αν αυτή είναι η Ευρώπη που ονειρεύεστε, ε, όχι, ευχαριστώ, δεθαπάρω. Έτσι, μια λέξη.όπως το όχι Μου.